Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανύψωση η [anípsosi] Ο33 : η ενέργεια του ανυψώνω. 1. σήκωμα, ύψωση: H ~ του δρόμου έφερε τις οικοδομές σε χαμηλότερη στάθμη. H ~ των σύγχρονων αεροσκαφών γίνεται ταχύτατα. 2. (μτφ.) ανέβασμα, βελτίωση του ποιοτικού επιπέδου: H ~ της στάθμης της παιδείας / του πνευματικού επιπέδου του λαού.
[λόγ. < ελνστ. ἀνύψω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανύψωση [anípsosi] η, gen ανύψωσης & ανυψώσεως (L)
- ① raising, lifting, elevation, rise:
- ~ των νερών |
- ~ της θερμοκρασίας |
- μηχανισμός ανυψώσεως |
- δύναμη ~ aviat lifting force (syn δυναμική άνωση) |
- ~ ενός βάρους στον αέρα |
- ο E.N. υποθέτει την παραγωγή των ορέων από τη σεισμικήν ~του φλοιού της γης (Papanoutsos)
- ⓐ elevation, hill (syn ύψωμα):
- γύρω η γη απλώνεται χαμηλή, δίχως ~ καμιά (Petsalis)
- ② fig raising, elevation (of moral or intellectual faculties, concepts etc) (syn εξύψωση):
- ηθική, ψυχική ~ |
- ~ του αντικειμένου στον κόσμο του πνεύματος |
- η άσκηση της ευσυνειδησίας είναι ο προορισμός του δικαστή και συντελεί στην ανύψωσή του (Stasinop, adapted) |
- η προσευχή στην τελείωσή της είναι ~ προς το θεό (Tatakis)
- ③ elevation (of a person, idea, activity etc) to a higher level of importance or significance, rise, advancement:
- ~ κάποιου σε ανώτατα αξιώματα |
- ~ του θεσμού της βασιλείας |
- η ~ της χώρας σ' ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο |
- η ιστορία του υπερρεαλισμού συνοψίζεται σε μια απότομη ~και σε μια ραγδαία πτώση (Chatzinis) |
- η ποίηση του Σολωμού δεν είναι αυτό τούτο ~ της δημοτικής (Spandonidis) |
- στο πρόσωπο του Πλωτίνου ο ελληνισμός ζήτησε την ~ του ανθρώπου σε υπεράνθρωπη θεϊκότητα (Theodorakop) |
- η διδασκαλία για την ~ του αισθητού στην αθανασία δείχνει καθαρά την αντίθεση χριστιανισμού και νεοπλατωνισμού (Tatakis)
- ④ improvement, uplifting, elevation, raising (syn ανέβασμα 2):
- κοινωνική, ποιοτική ~ |
- ~ του ηθικού |
- ~ της πνευματικής και υλικής ζωής του ανθρώπου |
- ~ του καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού, πολιτιστικού επιπέδου |
- ~ των αγροτικών και εργατικών πληθυσμών |
- η ~ του πεσμένου γοήτρου της εταιρίας |
- το έργο του K. έχει σα θέμα την τραγωδία της οικονομικής ανύψωσης, που δεν είναι άλλο παρά φυγή απ' τη λαχτάρα της φτώχιας (Athanasiadis-N, adapted)
[fr kath ανύψωσις ← PatrG (4th c. AD)]
- ① raising, lifting, elevation, rise: