Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανύστακτος, επίθ.
-
- Που δε νυστάζει και δεν κοιμάται, άγρυπνος:
- ανυστάκτους φύλακας (Kαλλίμ. 905).
[<στερ. α‑ + νυστάζω. Τ. ‑χτος σήμ. ποντ. (ΙΛ). H λ. τον 4. αι.]
- Που δε νυστάζει και δεν κοιμάται, άγρυπνος: