Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανύποπτος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ανύποπτος, επίθ.
  • 1) Που δεν τον υποπτεύεται κανείς, που δεν προκαλεί υποψίες· αναμφισβήτητος, βέβαιος:
    • ανύποπτον ασφάλειαν δούναι (Aξαγ., Kάρολ. E´ 627).
  • 2) Που δεν υποψιάζεται, δεν υποπτεύεται:
    • ανύποπτον φόβου (Ψευδο-Σφρ. 16439).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = το να μην προκαλεί κανείς υποψία:
    • (Iστ. πολιτ. 5410).

[αρχ. επίθ. ανύποπτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανύποπτος -η -ο [anípoptos] Ε5 : που δεν του δημιουργείται η υπόνοια ότι είναι δυνατό να συμβεί κτ.· ανυποψίαστος1: H έκρηξη της βόμβας τραυμάτισε δύο ανύποπτους περαστικούς. Tου έδωσα τις πληροφορίες που ζήτησε, εντελώς ανύποπτη για τις πραγματικές προθέσεις του. Ο κόσμος είναι απληροφόρητος και γι΄ αυτό ~ για την πυρηνική απειλή. || (έκφρ.) σε ανύποπτο χρόνο, σε χρόνο που δεν περιμένουμε ότι θα συμβεί κτ., που δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε κτ., ώστε να συσχετίσουμε δύο γεγονότα: Οι δηλώσεις του έγιναν σε ανύποπτο χρόνο και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εξυπηρετούσαν κάποιες σημερινές σκοπιμότητες. ανύποπτα ΕΠIΡΡ: Bάδιζε ~, όταν δέχτηκε την επίθεση.

[λόγ. < ελνστ. ἀνύποπτος, αρχ. σημ.: `που δεν τον έχουν υποψιαστεί΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανύποπτος1 [anípoptos] ο, (L)
  • unsuspecting person (syn ανυποψίαστος1):
    • ορισμένα σχήματα λόγου προορίζονται να αιφνιδιάσουν τον ανύποπτο και να εντυπωσιάσουν τον αφελή (Papanoutsos) |
    • οι δυο στύλοι υψώνονται πάνω από τα ερείπια του αρχαίου θεάτρου για να δείχνουν στον ανύποπτο ότι το ελληνικό θαύμα έφτασε ίσαμ' εκεί (Ouranis)

[substantiv. m of ανύποπτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανύποπτος2, -η, -ο [anípoptos]
  • ① unsuspecting, unsuspicious (syn ανυποψίαστος2 2):
    • ~ αντίπαλος, διαβάτης |
    • ανύποπτη κοινωνία |
    • το ανύποπτο ελληνικό κοινό |
    • περπατούσε μπροστά μου, ολωσδιόλου ~ |
    • έπαιρνε ανύποπτη το πρωινό της |
    • το τάγμα μπήκε ανύποπτο στη γέφυρα |
    • ο συγγραφέας πλησίασε ~την αλήθεια |
    • ο ποιητής ζει ~ και μακριά από τις τρικυμίες της πολιτικής (Palam) |
    • άνοιξε την πόρτα και χαιρέτησε, ~ για τον πανικό που έφερε (Papantoniou) |
    • παριστάμεθα στο ανήθικο θέαμα της αποδόσεως φανταστικών ομιλιών σ' έναν ανύποπτο τρίτο (Athanasiadis-N) |
    • αποφάσισε να χτυπήσει το πλοίο, ~πως την ίδια στιγμή έβαζε την υπογραφή του στη δική του καταδίκη (Melas) |
    • poem και τι κακό να προξενεί τ' ανύποπτό μας χέρι; (Melissanthi) |
    • συνειδητό ναυάγιο εσύ στ' ανύποπτα ναυάγια (Ritsos)
  • ② when no suspicion would be raised:
    • άλλαξε την ηλικία του σε ανύποπτο χρόνο |
    • είχε κάνει την παρατήρηση σε ανύποπτο χρόνο νωρίτερα (Ploritis)

[fr kath ανύποπτος ← MG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες