Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανύπαντρος, επίθ.
-
- Άγαμος, ανύμφευτος:
- (Tριβ., Pε 356).
[<στερ. αν‑ + αρχ. επίθ. ύπανδρος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Άγαμος, ανύμφευτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανύπαντρος -η -ο [anípandros] Ε5 : που δεν είναι παντρεμένος: Είναι / έμεινε ~. Έχει μια αδελφή ανύπαντρη. || (ως ουσ.) ο ανύπαντρος, θηλ. ανύπαντρη. || για κπ., κυρίως για γυναίκα που δεν έχει νομιμοποιήσει την ερωτική σχέση της: Aνύπαντρες μητέρες.
[μσν.(;) ανύπαντρος < αν- (δες α- 1) αρχ. ὕπανδρος (προφ. [nd] ) `παντρεμένη γυναίκα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανύπαντρος1 [anípandros] ο,
- unmarried man:
- σωστό και δίκιο ήταν ο παντρεμένος ν' άφηνε το αρχοντικό στον ανύπαντρο κι ο ~ ν' άφηνε την ψωροχτηματική περιουσία του στον παντρεμένο (Karagatsis)
[substantiv. m of ανύπαντρος2]
- unmarried man:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανύπαντρος2, -η, -ο [anípandros] (& ανύπανδρος)
- unmarried, unwed, single (syn απάντρευτος):
- ~ νέος |
- ανύπαντρη γυναίκα, νέα |
- ανύπαντρη μητέρα unwed mother |
- ανύπαντρο κορίτσι |
- ανύπανδρος στρατιώτης |
- έμεινε ~ or ανύπαντρη |
- η αδερφή του προτιμάει να μείνει ανύπαντρη |
- γέρασε και πέθανε ανύπαντρη |
- gnom ~ προξενητής για λόγου του γυρεύει the single matchmaker looks for himself (of s.o. pretending to work for others but actually trying to further his own interest) |
- κρύβει μέσα της μια αισθηματική ψυχή ανύπαντρης κόρης (KPolitis) |
- folks. ποιος είδε κόρ' ανύπαντρη μέσα στα παλληκάρια;
[fr LMG (Vlachos, 1659) ← MG ανύπαντρος, cpd w. K (LXX, Polyb+) ύπανδρος]
- unmarried, unwed, single (syn απάντρευτος):