Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανύμφευτος -η / -ος -ο [anímfeftos] Ε17 : (λόγ.) ανύπαντρος. || (εκκλ. έκφρ.) Nύμφη ~, προσωνυμία της Παναγίας στον Aκάθιστο Ύμνο.
[λόγ. < αρχ. ἀνύμφευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανύμφευτος, -η, -ο [anímfeftos] (D & poet ανύφευτος) (L)
- unmarried, unwedded (syn άγαμος, ανύπαντρος):
- οι κόρες τους έμειναν ανύμφευτες για πάντα |
- folks. .. τ' όμορφο παλληκάρι, | τ' όμορφο και τ' ανύμφευτο, το αρραβωνιασμένο (Theros) |
- poem .. η πύρινη θροφή, | που τη στυλώνει ανύμφευτη μέσα στην έρμο νύφη, | τη ντει .. ολάκερην κλ (Sikel) |
- και τραγουδάτε την Aνύφευτη | τη Nύφη κλ (Skipis) |
- η ανύμφευτη νυφούλα | γυρεύει το νυμφίο (Martzokis)
[fr kath ανύμφευτος ← PatrG, K]
- unmarried, unwedded (syn άγαμος, ανύπαντρος):