Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανόρυξη η [anóriksi] Ο33 : α.διάνοιξη, ανασκαφή: ~ διώρυγας. β. εξόρυξη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνόρυξις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόρυξη [anóriksi] η, gen ανόρυξης & ανορύξεως (L)
- ① digging, excavation (syn L εκσκαφή):
- ~τάφρου excavation of a trench |
- ~ φρέατος (πηγαδιού) digging of a well |
- ~ κοντά στα θεμέλια του γείτονα (Christidis AK)
- ⓐ extraction of ore fr subsoil, mining:
- ~ γαιάνθρακος
- ② fig delving, searching, research (syn ανίχνευση, διερεύνηση):
- ο ίδιος ο Pουσσώ .. με το πλέγμα της εμβάθυνσης, της ανίχνευσης, της ανόρυξης μυστικών (Chatzinis) |
- ο K. Tσάτσος αρχίζει το ουσιαστικό έργο της έρευνας (του ποιητικού λόγου του Kάλβου), που μπορεί να γίνει σε βάθος με ανορύξεις ή σε πλάτος με συγκρίσεις (id.) |
- το περιεχόμενο πύκνωσε στο έπακρο, τόσο που να κλιμακώνεται σε αλλεπάλληλα επίπεδα, σε βάθος, να χρειάζεται ειδική ~, για να βγάλει το θησαυρό του στο φως (Terzakis)
[fr MG ανόρυξις (Eustathius, Doukas) ← K (pap]
- ① digging, excavation (syn L εκσκαφή):