Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόρθωση
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανόρθωση [anórθosi] η, gen ανόρθωσης & ανορθώσεως (L)
  • ① setting up or upright, holding (or lifting) up, erection (syn ανύψωση):
    • ανύψωση μιας κινητής σκάλας |
    • οι ανορθώσεις του κορμού από υπτία θέση μπορούν να προκαλέσουν θλάση του κοιλιακού μυϊκού τοιχώματος |
    • τα συμπτώματα του θυμού |
    • ταχυκαρδία .. ~τριχών, σφίξιμο γροθιάς κλ (Katsigra)
  • ② erection, construction (syn ανοικοδόμηση):
    • ~του ερειπωμένου ναού reconstruction of the ruined church |
    • ~της στήλης
  • ③ fig reconstruction, restoration, recovery (syn αποκατάσταση, επανόρθωση):
    • εποχή πολιτικής ανορθώσεως |
    • ~του δικαίου |
    • ~ της οικονομίας (των οικονομικών) recovery of the economy |
    • ηθική ~ των μοναστηριών και της εκκλησίας (Kanellop) |
    • ~ της παλαιάς μοναρχίας (στην Iσπανία) |
    • Παναγιώτατε, φροντίζετε για την ~ του μεγαλείου του θρόνου σας (Petsalis)
  • ⓐ rebuilding, re-creation (syn αναδημιουργία):
    • οι αγνές και δυνατές ατομικότητες μπορούν, αν επιβληθούν, να επιτύχουν τη γενική ~(Thrylos) |
    • οι νέοι σκαπανείς επιδίδονται με θέρμη σ' ένα έργο ειρήνης και ανόρθωσης (Ouranis) |
    • ήδη είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή η άμεση ανάγκη της ανόρθωσης και της αναγέννησης (Panagiotop) |
    • ~της κοινωνίας, του γένους, του έθνους |
    • πολιτιστικό πρόγραμμα για την ~ της χώρας |
    • ~ του τόπου οικονομική και πνευματική δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, εάν δεν αποκτήσομε υψηλής στάθμης εκπαίδευση (Papanoutsos) |
    • αισθάνεται την ανάγκη να εργασθεί για την ~ της παιδείας (στην Πόλη) (Vacalop) |
    • κοινή προσπάθεια του Σ. Mελά και του K. Mουσούρη για την ~ της ελληνικής σκηνής (Melas)
  • ⓑ recovery, delivery, salvation (syn λύτρωση, σωτηρία):
    • αφού πτώση είναι η αμαρτία, ανάσταση είναι η ~από την αμαρτία (Tatakis)

[fr kath ανόρθωσις ← K ἀνόρθωσις (1st & 2nd c. AD)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόρθωση 1 η [anórθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανορθώνω: Kύριο έργο της μεταπολεμικής κυβέρνησης ήταν η οικονομική και κοινωνική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνόρθω(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόρθωση 2 η : (ηλεκτρολ.) η μετατροπή του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος σε συνεχές.

[λόγ. < ανόρθωση 1 σημδ. γαλλ. redressement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες