Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανόργανος 1 -η -ο [anórγanos] Ε5 : που γίνεται χωρίς ειδικά όργανα. ANT ενόργανος: Aνόργανη γυμναστική.
[λόγ. < ελνστ. ἀνόργανος `που δε χρησιμοποιεί όργανα, εργαλεία΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανόργανος 2 -η -ο : (χημ.) που δεν προέρχεται από ζωική ή φυτική ύλη. ANT οργανικός: Aνόργανη φύση. Aνόργανα στοιχεία / σώματα. || Aνόργανη χημεία, ο ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους της χημείας, ο οποίος μελετά όλα τα χημικά στοιχεία εκτός από τον άνθρακα και τις ενώσεις του.
[λόγ. αν- (δες α- 1) οργαν(ικός)1β -ος μτφρδ. αγγλ. inorganic]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόργανος, -η (& kath -ος), -ο [anórγanos] (L)
- ① concerning or composed of or containing inorganic material, inorganic (ant οργανικός):
- ~ χημεία inorganic chemistry |
- η ~ χημεία ασχολείται με τα ορυκτά |
- η ζωή κ' η αίσθηση πρόβαλαν αργότερα από τον ανόργανο κόσμο (Theodoridis) |
- οι φυσικοί και οι μαθηματικοί νόμοι ισχύουν στον ανόργανο κόσμο (Evelpidis) |
- ο αισθητός κόσμος ο ~ επαναλαμβάνεται σταθερά και είναι αναστροφικός (Tatakis) |
- οι ξένοι μπορούν να βλέπουν οποιοδήποτε άγαλμα έξω από τον ανόργανο παράγοντα που το δημιούργησε ή με τον οποίο υπάρχει (Papantoniou) |
- ~ (or ανόργανη) ύλη inorganic matter |
- έχομε τη σφαίρα της ανόργανης ύλης, της μηχανικής πραγματικότητας με τους φυσικούς της νόμους (Theodorakop) |
- από την ανόργανη ύλη ξεφύτρωσε η ζωή γενικά (Lambridi) |
- τα φαινόμενα της μορφολογικής διάπλασης είναι ποιοτικά, βασικά διάφορα από τα φαινόμενα της ανόργανης ύλης (id.) |
- σε μερικά από τα λευκώματα υπάρχουν σε πάρα πολύ μικρές ποσότητες και ανόργανες ουσίες, όπως το θειάφι, ο φωσφόρος, το σίδερο, το ιώδιο κλ (Saratsis) |
- ανόργανα στοιχεία (των θαλασσίων ζώων έναντι εκείνων του βοείου κρέατος) |
- ανόργανα άλατα (ασβέστιο, φωσφόρος, μαγνήσιο) mineral salts, minerals |
- ανόργανα σύμπλοκα άλατα |
- δεν παίρνει αρκετές πρωτεΐνες, βιταμίνες και ανόργανα άλατα (Γυναίκα) |
- νεκρό ή ανόργανο αντικείμενο |
- poem [τα ριζίδια των δέντρων] απομυζούν όλο το ανόργανο πια υλικό του πεθαμένου | και το ανεβάζουν ψηλά στο θαύμα της φωτοσύνθεσης | που λέγεται χλωροφύλλη! (DChampoulidis)
- ⓐ not being or composed of or containing living organisms, non-organic, inorganic (ant ενόργανος, οργανικός):
- ανόργανη ζωή (ant οργανική ζωή) |
- αν η οργανική ζωή είναι πιο πολύπλοκη από την ανόργανη, η κοινωνική ζωή των ανθρώπων είναι ακόμα περισσότερο (Evelpidis) |
- όχι μόνο στα οργανικά όντα, αλλά και στις ανόργανες συνθέσεις υπάρχει το νερό (Lambridi) |
- ο ένας από τους δύο κλάδους των φυσικών επιστημών περιλαβαίνει τα φαινόμενα της ανόργανης φύσης, τη θεωρητική φυσική, τη μηχανική, την πυρηνική, τη χημεία, την αστρονομία κλ (id.) |
- υπάρχει ο κόσμος στην πρώτη φάση του σαν φύση ανόργανη (Despotop) |
- στην ευρύτερη έννοια τα πάντα έχουν ιστορία |
- ό,τι μεταβάλλεται εν χρόνω, και η ανόργανη ακόμα φύση (Tsatsos) |
- ανόργανα σώματα (ant ενόργανα σώματα) |
- με την εξέλιξη το ανόργανο μετασχηματίσθηκε (κάποτε) σε οργανικό ον (Papanoutsos) |
- και τα ανόργανα όντα πλάθονται· η πλαστικότητά τους όμως είναι μηχανική, οφείλεται στην επενέργεια εξωτερικών φυσικών αιτίων και δυνάμεων (Tatakis) |
- νεκρή φύση δεν υπάρχει στην τέχνη, μια που τα αντικείμενα-θέματα είτε ενόργανα είτε ανόργανα πλάσματα .. είναι εξίσου ζωντανά, αν τους φυσήξεις καλλιτεχνική πνοή (Karantonis)
- ② not organized, not integrated, inorganic:
- η γαλλική επανάσταση έφερε την αρχή της ανόργανης ισότητας μεταξύ των ανθρώπων (Theodorakop) |
- ένας άνθρωπος έξω από το αυτοκίνητο σου φαίνεται πλάσμα λειψό, σαν κάτι το ανόργανο (Karantonis) |
- την αισθητική αντιστροφή παρεξήγησε ο Demus, όταν είπε ότι η βυζαντινή αρχιτεκτονική είναι "κρεμάμενη αρχιτεκτονική" και γι' αυτό ανόργανη σε σύγκριση με τη γοτθική που ελαφρώνει προς τα άνω οργανικά ή την ελληνική όπου φέροντα και φερόμενα ισορροπούν (Michelis) |
- με το πέσιμο των πτυχών στα δεξιά σχηματίζεται ένα χαλαρό και ανόργανο σχήμα (Despinis) |
- υπάρχουν περιπτώσεις ανόργανης σύνδεσης πέτρας και επιγραφής (Charitonidis)
- ③ without instruments or tools (ant L ενόργανος):
- ~γυμναστική gymnastics without apparatus (ant ενόργανος γυμναστική) |
- milit ~πτήση visual flight |
- στήνανε αφτί ν' ακούσουμε τη μικρή νεανική συντροφιά που σταματούσε από γωνιά σε γωνιά, σε παράμερα δρομάκια ή άλλους τόπους, με μια κιθάρα ή και ανόργανη (Panagiotop)
[fr K, PatrG ἀνόργανος 'without organs; without body parts']
- ① concerning or composed of or containing inorganic material, inorganic (ant οργανικός):