Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόμοια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανόμοια [anómia] adv
  • dissimilarly (syn άμοιαστα)

[der of ανόμοιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόμοιαστος, -η, -ο [anómjastos] (& ανέμοιαστος)
  • not being like another, unlike, dissimilar, unique (syn άμοιαστος):
    • Mπέλλα Mαρία, κλείνεις μέσα σου όλους τους θεούς και τους δαιμόνους, .. ανέμοιαστη Mπέλλα Mαρία με την ανοιχτή κι αγέραστη καρδιά (VMoskovis) |
    • poem κι όσο αν ξεχώριζαν οι ανόμοιαστες, | τόσο ήταν ίδιες (Skipis) |
    • Έτσι | έτσι μίλαγες | μπροστά στο μεσονύχτι | στυγνή, ανόμοιαστη ψυχή (MServaki)

[fr MG *ανομοίαστος, cpd w. *ομοιαστός (: ομοιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες