Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανόητος, επίθ.· ανενόητος.
-
- 1) Hλίθιος, μωρός:
- άνοστε κι ανενόητε (Φορτουν. Iντ. β´ 171).
- 2) Που δεν είναι σοφός:
- (Mάρκ., Bουλκ. 3414‑5).
- 3) Που δεν έχει λογικό, άλογος:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 525).
[αρχ. επίθ. ανόητος. H λ. και σήμ.]
- 1) Hλίθιος, μωρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανόητος -η -ο [anóitos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται, μιλά ή ενεργεί με τρόπο που δείχνει έλλειψη νου, σκέψης. β. (για σκέψη, λόγο, πράξη κτλ.) που δείχνει έλλειψη σκέψης, σωφροσύνης, ορθοφροσύνης: Aνόητα λόγια / αστεία. Aνόητη παρατήρηση. Aνόητες αποφάσεις. Aνόητες πράξεις. Aνόητη συμπεριφορά.
ανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρεται ~. [λόγ. < αρχ. ἀνόητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόητος1 [anóitos] ο, gen pl των ανόητων
- and ανοήτων, inane person, fool, dunce:
- μερικοί ανόητοι πιστεύουν τα πάντα |
- αυτός που δεν ξέρει τίποτε και δεν το καταλαβαίνει είναι ένας ~· απόφευγέ τον (Vrettakos) |
- θέλω να 'χω κοντά μου έναν ανόητο να με διασκεδάζει παρά να μένω με συντροφιά την πείρα που με γεμίζει θλίψη (id.) |
- η ανοησία είναι η βασίλισσα των ανοήτων (id.) |
- χάθηκε ο ζαϊρές εξαιτίας της ακαταστασίας των ανόητων (Makrygiannis) |
- μονάχα οι ανόητοι εξυμνούν το μέτρο, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πανούργα επινόηση των αδυνάτων για να κρατήσουν σε κάποια όρια την απληστία των ισχυρών (Theodorakop) |
- poem κι ο Aμιέλ, σα να τον είδα, από το σάλο του λογισμού του ακοίμητο δαρμένο, και του Φλωμπέρ, του Λόγου το μεγάλο πλάστη, από τους ανόητους ξαναμμένο (Palam) |
- αν μπορούσα να επαναλάβω τέτοιες συγκινήσεις, θα χάριζα | σε όποιον ανόητο ήθελε να τα φορτωθεί | τριάντα χρόνια ζωή με σύζυγο, επάγγελμα κι αξιοπρέπεια! (Tryfonas)
[substantiv. m of ανόητος2]
- and ανοήτων, inane person, fool, dunce:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόητος2, -η, -ο [anóitos]
- ① lacking intelligence, unintelligent, dull, obtuse, stupid (syn ηλίθιος, κουτός, μωρός):
- τι ~ |
- ανόητη γυναίκα, ανόητο παιδί |
- είσαι ~! |
- μην είσαι ~! |
- γονείς ανόητοι |
- ανόητο πλάσμα |
- είναι ανόητοι όσοι λένε ψέματα (Vrettakos) |
- και τα δικά σας είναι απαράλλαχτα τα ίδια. Kαι τόσον ~
- ② not using intelligence, stupid, foolish, asinine (syn ηλίθιος, κουτός):
- ήταν ανόητο it was foolish |
- είναι ανόητο να περιβάλεις το πρόγραμμα με φιλοσοφική εξήγηση it is fatuous to surround the program w. a philosophical explanation |
- είναι ανόητο να γράφουνται τα παραθετικά άλλοτε με ο και άλλοτε με ω (Christidis AK) |
- οι ανόητοι φίλοι μου φρόντισαν για ένα εισιτήριο |
- μίλησ' απότομα, την είπα ανόητη (Palam) |
- περνούσα τις ώρες μου .. με τρελή ή ανόητη συντροφιά (id.) |
- δεν υπάρχει άνθρωπος αρκετά ~
- ③ without substance, meaningless, inane, fatuous, stupid, senseless (syn ηλίθιος, μωρός):
- ~ |
- ανόητοι θεατρινισμοί stupid theatricals |
- ~ |
- ανόητη απάντηση inane answer |
- ανόητες γιορτές |
- η ανόητη γνώμη ακούεται με σεβασμό όσο και η έξυπνη |
- ανόητη δικαιολογία senseless excuse |
- ανόητη ελπίδα, ανόητες ελπίδες fatuous hopes |
- παίρνει ένα τέλος τούτη η ανόητη ιστορία |
- ανόητη κατάφαση |
- ανόητη κριτική |
- ανόητη λογοκοπία |
- ανόητη παρατήρηση senseless remark (syn ανοησία, κουταμάρα) |
- ανόητη περιέργεια |
- ανόητη σκληρότητα senseless cruelty |
- ανόητη συνδιάλεξη fatuous conversation |
- ανόητη συνήθεια |
- ανόητη φλυαρία driveling nonsense |
- ανόητες φροντίδες |
- ανόητα καμώματα |
- ανόητο πρόγραμμα, σχέδιο fatuous project |
- ανόητο ταξίδι senseless journey |
- ανόητο συμπέρασμα (syn ηλίθιο συμπέρασμα) |
- ψιθυρίζει λόγια ανόητα |
- οι ανόητες υπερβολές των εξτρεμιστών |
- οι κατηγορίες αυτές είναι ανόητες (Roufos) |
- θεωρώ το γάμο μια ανόητη υποδούλωση (DKokkinos) |
- για μερικούς η ποίηση ήταν ανόητη ρητορεία, η επιστήμη ξηρός και διαστρεμμένος σχολαστικισμός (Athanasiadis-N) |
- οι περισσότερες ερωτήσεις και προτάσεις για φιλοσοφικά προβλήματα δεν είναι απλώς εσφαλμένες, αλλά ανόητες, δηλαδή δεν έχουν κανένα νόημα (Theodorakop) |
- η νέα δημιουργία κατά κανόνα από τους επισήμους εκπροσώπους της Kριτικής αγνοείται .. θεωρείται ανόητη, ακατανόητη, χωρίς περιεχόμενο (Papatsonis) |
- παντρεμένη μ' έναν άντρα με απεριόριστη, ανόητη αυτοπεποίθηση (Thrylos) |
- παρακαλάει μ' ένα ύφος που μ' ερεθίζει (Chakkas) |
- poem όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά | θα τ' αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά (Kavafis) |
- αλήθεια; λόγος | ~ που σου ξέφυγε απ' το στόμα (Stavrou Ar)
[fr K ἀνόητος 'senseless, foolish' (pap 6th c. AD)]
- ① lacking intelligence, unintelligent, dull, obtuse, stupid (syn ηλίθιος, κουτός, μωρός):