Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόητο
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανόητο [anóito] το, (L)
  • sth having no sense or wit (ant νόημα):
    • τόσο το νόημα όσο και το ~ |
    • poem το πρωτινό το νόημα στ' ανόητα ξαναδίνω (Palam)

[fr AG τό ἀνόητον (Plato, where ant is το νουν έχον) ; cf το ανόητον (της ψυχής) Plato]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοητογράφημα [anoitoγrάfima] το, (L)
  • nonsensical writing, nonsense in print

[der of ανοητογραφώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοητολογία [anoitoloyía] η, (L)
  • nonsensical talking:
    • η τράπουλα σε ομαλές δόσεις προστατεύει από την κακολογία, την ~, την κενολογία (Palaiologos)
  • ⓐ nonsensical utterance (syn μπούρδα)

[fr kath (neol]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοητολόγος [anoitolóγos] ο, η, (L)
  • talking nonsense (syn μωρολόγος):
    • απεραντολόγος, αερολόγος, ~, κακόπιστος εμφανίζει την Kυβέρνηση σε επίπεδο χειρότερο από εκείνο στο οποίο την τοποθετούν τα ίδια της τα έργα (Palaiologos)

[cpd of ανόητα n pl & -λόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοητολογώ [anoitoloγó] ανοητολογείς, L)
  • talk stupidly, talk nonsense, drivel (syn μωρολογώ) (near-syn ανοηταίνω 2)

[der of ανοητολόγος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανόητος, επίθ.· ανενόητος.
  • 1) Hλίθιος, μωρός:
    • άνοστε κι ανενόητε (Φορτουν. Iντ. β´ 171).
  • 2) Που δεν είναι σοφός:
    • (Mάρκ., Bουλκ. 3414‑5).
  • 3) Που δεν έχει λογικό, άλογος:
    • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 525).

[αρχ. επίθ. ανόητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανόητος -η -ο [anóitos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται, μιλά ή ενεργεί με τρόπο που δείχνει έλλειψη νου, σκέψης. β. (για σκέψη, λόγο, πράξη κτλ.) που δείχνει έλλειψη σκέψης, σωφροσύνης, ορθοφροσύνης: Aνόητα λόγια / αστεία. Aνόητη παρατήρηση. Aνόητες αποφάσεις. Aνόητες πράξεις. Aνόητη συμπεριφορά. ανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρεται ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνόητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόητος1 [anóitos] ο, gen pl των ανόητων
  • and ανοήτων, inane person, fool, dunce:
    • μερικοί ανόητοι πιστεύουν τα πάντα |
    • αυτός που δεν ξέρει τίποτε και δεν το καταλαβαίνει είναι ένας ~· απόφευγέ τον (Vrettakos) |
    • θέλω να 'χω κοντά μου έναν ανόητο να με διασκεδάζει παρά να μένω με συντροφιά την πείρα που με γεμίζει θλίψη (id.) |
    • η ανοησία είναι η βασίλισσα των ανοήτων (id.) |
    • χάθηκε ο ζαϊρές εξαιτίας της ακαταστασίας των ανόητων (Makrygiannis) |
    • μονάχα οι ανόητοι εξυμνούν το μέτρο, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πανούργα επινόηση των αδυνάτων για να κρατήσουν σε κάποια όρια την απληστία των ισχυρών (Theodorakop) |
    • poem κι ο Aμιέλ, σα να τον είδα, από το σάλο του λογισμού του ακοίμητο δαρμένο, και του Φλωμπέρ, του Λόγου το μεγάλο πλάστη, από τους ανόητους ξαναμμένο (Palam) |
    • αν μπορούσα να επαναλάβω τέτοιες συγκινήσεις, θα χάριζα | σε όποιον ανόητο ήθελε να τα φορτωθεί | τριάντα χρόνια ζωή με σύζυγο, επάγγελμα κι αξιοπρέπεια! (Tryfonas)

[substantiv. m of ανόητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανόητος2, -η, -ο [anóitos]
  • ① lacking intelligence, unintelligent, dull, obtuse, stupid (syn ηλίθιος, κουτός, μωρός):
    • τι ~ |
    • ανόητη γυναίκα, ανόητο παιδί |
    • είσαι ~! |
    • μην είσαι ~! |
    • γονείς ανόητοι |
    • ανόητο πλάσμα |
    • είναι ανόητοι όσοι λένε ψέματα (Vrettakos) |
    • και τα δικά σας είναι απαράλλαχτα τα ίδια. Kαι τόσον ~
  • ② not using intelligence, stupid, foolish, asinine (syn ηλίθιος, κουτός):
    • ήταν ανόητο it was foolish |
    • είναι ανόητο να περιβάλεις το πρόγραμμα με φιλοσοφική εξήγηση it is fatuous to surround the program w. a philosophical explanation |
    • είναι ανόητο να γράφουνται τα παραθετικά άλλοτε με ο και άλλοτε με ω (Christidis AK) |
    • οι ανόητοι φίλοι μου φρόντισαν για ένα εισιτήριο |
    • μίλησ' απότομα, την είπα ανόητη (Palam) |
    • περνούσα τις ώρες μου .. με τρελή ή ανόητη συντροφιά (id.) |
    • δεν υπάρχει άνθρωπος αρκετά ~
  • ③ without substance, meaningless, inane, fatuous, stupid, senseless (syn ηλίθιος, μωρός):
    • ~ |
    • ανόητοι θεατρινισμοί stupid theatricals |
    • ~ |
    • ανόητη απάντηση inane answer |
    • ανόητες γιορτές |
    • η ανόητη γνώμη ακούεται με σεβασμό όσο και η έξυπνη |
    • ανόητη δικαιολογία senseless excuse |
    • ανόητη ελπίδα, ανόητες ελπίδες fatuous hopes |
    • παίρνει ένα τέλος τούτη η ανόητη ιστορία |
    • ανόητη κατάφαση |
    • ανόητη κριτική |
    • ανόητη λογοκοπία |
    • ανόητη παρατήρηση senseless remark (syn ανοησία, κουταμάρα) |
    • ανόητη περιέργεια |
    • ανόητη σκληρότητα senseless cruelty |
    • ανόητη συνδιάλεξη fatuous conversation |
    • ανόητη συνήθεια |
    • ανόητη φλυαρία driveling nonsense |
    • ανόητες φροντίδες |
    • ανόητα καμώματα |
    • ανόητο πρόγραμμα, σχέδιο fatuous project |
    • ανόητο ταξίδι senseless journey |
    • ανόητο συμπέρασμα (syn ηλίθιο συμπέρασμα) |
    • ψιθυρίζει λόγια ανόητα |
    • οι ανόητες υπερβολές των εξτρεμιστών |
    • οι κατηγορίες αυτές είναι ανόητες (Roufos) |
    • θεωρώ το γάμο μια ανόητη υποδούλωση (DKokkinos) |
    • για μερικούς η ποίηση ήταν ανόητη ρητορεία, η επιστήμη ξηρός και διαστρεμμένος σχολαστικισμός (Athanasiadis-N) |
    • οι περισσότερες ερωτήσεις και προτάσεις για φιλοσοφικά προβλήματα δεν είναι απλώς εσφαλμένες, αλλά ανόητες, δηλαδή δεν έχουν κανένα νόημα (Theodorakop) |
    • η νέα δημιουργία κατά κανόνα από τους επισήμους εκπροσώπους της Kριτικής αγνοείται .. θεωρείται ανόητη, ακατανόητη, χωρίς περιεχόμενο (Papatsonis) |
    • παντρεμένη μ' έναν άντρα με απεριόριστη, ανόητη αυτοπεποίθηση (Thrylos) |
    • παρακαλάει μ' ένα ύφος που μ' ερεθίζει (Chakkas) |
    • poem όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά | θα τ' αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά (Kavafis) |
    • αλήθεια; λόγος | ~ που σου ξέφυγε απ' το στόμα (Stavrou Ar)

[fr K ἀνόητος 'senseless, foolish' (pap 6th c. AD)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοητούλης [anoitúlis] ο,
  • somewhat dull person, little fool

[der of ανόητος1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες