Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανόητα, επίρρ.
-
- Χωρίς κανείς να καταλάβει:
- σιγά, κρυφά και ανόητα, κανείς μη το νοήσει (Bέλθ. 1075).
[<επίθ. ανόητος. H λ. και σήμ.]
- Χωρίς κανείς να καταλάβει:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόητα [anóita] adv
- foolishly, unreasonably, obtusely (syn κουτά):
- μιλούν ~ για μένα |
- εφέρθη ~ |
- ~ έκαμες να φύγεις |
- βιάστηκε ~ |
- θα 'θελα να περιδιάβαζα ~ ανάμεσα στους κήπους |
- είχα ~ περιπλανηθεί τόσους μήνες (Tsirkas) |
- το άλλο μισό είχε ~ απόσχει από τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1922 (Kasimatis) |
- είμαι ωραία και επιθυμητή, αλλά είμαι κι ανοητότατα ματαιόδοξη (Karagatsis) |
- ανακάτωναν το όνομα της κόρης του τόσο ~ |
- δέθηκες ~ μ' έναν άνθρωπο που δε σου ταιριάζει (Moatsou-V) |
- poem και τα κορίτσια | που γελούν ~ | και στολίζουνται | σαν ξεχασμένες πραμάτειες (AZacharop)
[fr MG ανόητα (Kriaras' Lex), der of ανόητος; ανοητότατα adv in Cass. Dio (2nd-3rd c. AD)]
- foolishly, unreasonably, obtusely (syn κουτά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοηταίνω [anoiténo] Ρ7.1α (μόνο στον ενεστ.) : γίνομαι ανόητος, αρχίζω να συμπεριφέρομαι ανόητα.
[λόγ. < αρχ. ἀνοηταίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοηταίνω [anoiténo] only pr & ipf
- ① be foolish or stupid, act stupidly, behave foolishly (syn είμαι μωρός, φέρομαι ανόητα):
- ο κόσμος ανοηταίνει |
- εσείς αιώνες τώρα κοιμάστε ή ανοηταίνετε (Theotokas)
- ② talk stupidly, talk nonsense, drivel (syn λέω ανοησίες, L μωρολογώ):
- όταν ήταν ερωτευμένη με έναν ποιητή, δεν ενδιαφερόταν πια παρά για ποίηση .. και φυσικά ανοήταινε, γιατί δεν εισχωρεί κανένας με την προώθηση ενός άλλου σ' έναν κόσμο που του είναι ξένος (Thrylos) |
- ο θεατής που θα παρακολουθήσει ένα κομμάτι Πιραντέλλο και θα θεωρήσει ότι όλα τα πρόσωπα επάνω στη σκηνή ανοηταίνουν και παραλογίζονται δεν θα κρίνει εντούτοις το συνάνθρωπό του ακριβώς όπως θα τον έκρινε πριν γραφεί το έργο αυτό (id.)
[fr AG ἀνοηταίνω 'be devoid of intelligence']
- ① be foolish or stupid, act stupidly, behave foolishly (syn είμαι μωρός, φέρομαι ανόητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοητάκι [anoitáci] το,
- evil spirit, imp (syn δαιμόνιο, δαιμονικό, τελώνιο)
[der of το ανόητο]