Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανωφερής -ής -ές
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανωφερής, επίθ.
  • Που κατευθύνεται προς τα επάνω:
    • (Διγ. Z 3919).

[αρχ. επίθ. ανωφερής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωφερής -ής -ές [anoferís] Ε10 : (λόγ.) για έδαφος που έχει κλίση προς τα επάνω· ανηφορικός. ANT κατωφερής: ~ δρόμος.

[λόγ. < αρχ. ἀνωφερής `ανοδικός΄ κατά τη σημ. της λ. ανήφορος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωφερής, -ής, -ές [anoferís] (L)
  • ascending, rising, uphill (syn D ανηφορικός a, ant L κατωφερικός, κατωφερής):
    • ~ δρόμος |
    • ~κλίση rising gradient

[fr kath ανωφερής ← MG, PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες