Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανωφελής -ής -ές [anofelís] Ε10 : 1.(λόγ.) ανώφελος: Όλες οι προσπάθειές του ήταν ανωφελείς. 2. (ζωολ.) κώνωπας ο ~, είδος κουνουπιού που μεταδίδει την ελονοσία.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνωφελής· 2: σημδ. νλατ. anopheles (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀνωφελής (αντί π.χ. βλαβερός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωφελής1 [anofelís] ο, gen ανωφελούς, pl ανωφελείς (L)
- ① entom malaria-carrying mosquito, anopheles (syn pl ανωφελή κουνούπια)
- ② malarial fever (syn phr ανωφελής πυρετός):
- οι ανωφελείς λυμαίνονται την περιοχή αυτή το καλοκαίρι (Ouranis, adapted)
[fr kath ανωφελής, substantiv. m of ανωφελής (κώνωψ, πυρετός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωφελής2, -ής, -ές [anofelís] (L)
- ① = ανωφέλευτος:
- ανωφελείς γνώσεις |
- ανωφελές φάρμακο |
- χρήσιμα και ανωφελή επαγγέλματα |
- οι κονσέρβες περιέχουν ανωφελή προϊόντα |
- ο οίκτος σ' έναν άνθρωπο που ζει κάτω από την κυβέρνηση του λόγου είναι αυτός καθαυτόν κακός και ~ (Papanoutsos)
- ⓐ = ανωφέλευτος #i/i#:
- ~ ζωή, λύση, προσπάθεια |
- δεν υποστηρίζω ότι τα έργα αυτά πρέπει να είναι ανωφελή ή μη παραγωγικά, όπως μου προσάπτει ο M. (Angelop)
- ② entom malaria-carrying, anopheles:
- ένα νέο σύννεφο από κουνούπια ανωφελή που ξύπνησαν με τον προβολέα ερχόταν προς τα πάνω (Vasilikos)
[fr kath ανωφελής ← postmed (Somavera) ← K (NT, LXX, pap), AG]
- ① = ανωφέλευτος: