Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανωφέλεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανωφέλεια [anofélia] η, (L)
  • the state of being useless, uselessness (ant ωφέλεια):
    • η Eλλάδα, προικισμένη με το περιττό, γεμάτη θαυμάσιες ανωφέλειες (Papantoniou) |
    • παραβλέπουμε αυτή τη χτυπητή ~ των έργων τέχνης που βρίσκονται στα μουσεία (Moustoxydis, adapted)

[fr postmed (Somavera) ← MG ανωφέλεια ← K (also pap) (1st c. AD) ἀνωφέλεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες