Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωφέλεια [anofélia] η, (L)
- the state of being useless, uselessness (ant ωφέλεια):
- η Eλλάδα, προικισμένη με το περιττό, γεμάτη θαυμάσιες ανωφέλειες (Papantoniou) |
- παραβλέπουμε αυτή τη χτυπητή ~ των έργων τέχνης που βρίσκονται στα μουσεία (Moustoxydis, adapted)
[fr postmed (Somavera) ← MG ανωφέλεια ← K (also pap) (1st c. AD) ἀνωφέλεια]
- the state of being useless, uselessness (ant ωφέλεια):