Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανωτερότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωτερότητα η [anoterótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανώτερου, αυτού που υπερέχει σε αξία σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT κατωτερότητα: Όταν κάποιος συγχωρεί, δε δείχνει αδυναμία αλλά ~. Έχει συναίσθηση της (πνευματικής / κοινωνικής) ανωτερότητάς του. Οι ρατσιστές πιστεύουν στην ~ της φυλής τους. H ~ του πνεύματος απέναντι στην ύλη. || (ψυχ.) Σύμπλεγμα ανωτερότητας.

[λόγ. ανώτερ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. superiorité & (ψυχ.) γερμ. Superioritätskomplex]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωτερότητα [anoterótita] η, gen ανωτερότητας & ανωτερότητος (L)
  • ① higher value, merit or significance, superiority (syn υπεροχή, near-ant κατωτερότητα):
    • η ~ ενός συστήματος προπονήσεως, μιας επιστήμης |
    • σύμπλεγμα or πλέγμα ανωτερότητος superiority complex |
    • κάθε πολιτισμός πιστεύει στην ανωτερότητά του |
    • η πίστη του συγγραφέα για την ~ του έργου του |
    • οι Bυζαντινοί βλέπαν την παράδοση της διανοήσεως που διατηρούσαν σαν ένα από τα στοιχεία της ανωτερότητάς τους από τους άλλους (Tatakis) |
    • οι πεζογράφοι παίρνουν τη γλώσσα τους από την ποίηση και όχι αντίστροφα· αυτό δίνει στην ποιητική γλώσσα ~ (Karouzos) |
    • η ~ των αρχαίων ήταν το ότι μάθαιναν τα παιδιά τους να κατακτούν τη ζωή πνευματικά (ChZalokostas)
  • ② superiority (of mind or character), nobility, eminence (near-syn αξιοπρέπεια 1, ευγένεια ήθους):
    • ηθική, ψυχική ανωτερότητα |
    • ~ της σκέψης |
    • το να μην εκδικείται κανείς δείχνει ~ |
    • απάντησε μ' έναν τόνο φωνής γεμάτο ~ |
    • δεν είχε την ~ να αναγνωρίσει σιωπηλά την αποτυχία του (Rousos) |
    • πολλά από τα έργα του I.Δ. έχουν τη μεγάλη σφραγίδα .. της ανωτερότητος και της ευγένειας (Melas) |
    • είναι ανάγκη να απωθήσουμε στενότητες και μικρότητες και να βαπτισθούμε στην αγαθότητα και την ~ (Palaiologos, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανωτερότης, der of ανώτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες