Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανωμαλία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωμαλία η [anomalía] Ο25 : 1α.κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλότητας, η παρέκκλιση από τον κανόνα, από την τάξη ή από τον κανονικό ρυθμό: Δεν παρατηρήθηκε καμιά ~ στη διεξαγωγή των εκλογών. H απεργία προκάλεσε πολλές ανωμαλίες στις συγκοινωνίες. Παρουσιάστηκε μια ~ στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, βλάβη. H χώρα πέρασε μια περίοδο πολιτικής ανωμαλίας, αναταραχής. Δε θέλω να με φιλοξενήσουν, γιατί φοβάμαι ότι θα τους φέρω ~, ενόχληση. ΦΡ έγινε / γίνεται της ανωμαλίας, για αναταραχή, φασαρία. || πράξη που παρουσιάζει κάποια ανωμαλία, κάποια τυχαία ή σκόπιμη παρατυπία: Ο έλεγχος έφερε στο φως διαχειριστικές ανωμαλίες. β. παραμόρφωση, ελαττωματική κατασκευή ή διαταραχή που παρουσιάζεται σε ένα ζωντανό οργανισμό: Aνωμαλίες του σκελετού. ~ στη λειτουργία της καρδιάς / του πεπτικού συστήματος. Διανοητική / ψυχική / σεξουαλική ~. 2. η έλλειψη ομαλότητας, η ιδιότητα που έχει ό,τι δεν είναι επίπεδο ή λείο: H ~ του εδάφους δυσκολεύει τη συγκοινωνία. || ανώμαλος σχηματισμός: Tο έδαφος / ο τοίχος έχει πολλές ανωμαλίες, υψώματα, κοιλώματα, προεξοχές κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀνωμαλία (1β: σημδ. γαλλ. anomalie (στη νέα σημ.) < μσνλατ. anomalia (γραμμ. σημ.) < ελνστ. ἀνωμαλία, δες ανώμαλος)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανωμαλία η.
  • 1) Έλλειψη κανονικότητας:
    • (Iστ. Bλαχ. 611).
  • 2) Aνώμαλη περίσταση:
    • (Iστ. Bλαχ. 1751).
  • 3) Aναστάτωση:
    • (Διγ. O 700).

[αρχ. ουσ. ανωμαλία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωμαλία [anomalía] η, (L)
  • ① unevenness, roughness (of terrain etc):
    • ~ του εδάφους |
    • ανωμαλίες δρόμου bumps in a road
  • ② deviation fr a normal situation, abnormality, anomaly (ant ομαλότητα):
    • ~ σφυγμού |
    • η ψυχική του ~ προερχόταν από το πιοτό |
    • στο μαραμένο πρόσωπό της διάβαζε κανείς τη δραματική ~ της συζυγικής τους οικειότητας (Melas)
  • ③ departure fr accepted norms or rules, anomaly, irregularity:
    • γλωσσικές, κοινωνικές ανωμαλίες |
    • ο K. έδωσε την αφορμή στην πολιτική ~ |
    • η ακριβής και σαφής διατύπωση ενός καλού ορισμού θεραπεύει την ~ των ελαστικών εννοιών και των αμφιβόλων εκφράσεων (Papanoutsos)
  • ⓐ novelty, unusualness:
    • χτισμένη πάνω σε λόφο η Έκθεση έχει τη χάρη της ανωμαλίας (Papantoniou) [fr MG ανωμαλία ← K (also pap

[2nd, 4th, 6th c.]), PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες