Παράλληλη αναζήτηση
137 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνω [áno] επίρρ. τοπ. : ANT κάτω. 1. (λόγ.) επάνω, σε στερεότυπη χρήση: Θερμοκρασίες ~ του μηδενός, πάνω από το μηδέν. Προς τα ~, προς τα ουράνια. ΦΡ ~ κάτω, για να χαρακτηρίσει καταστάσεις μεγάλης ανακατωσούρας ή αναστάτωσης: Tο σπίτι / το γραφείο είναι ~ κάτω. Mας έκανε άνω ~, μας αναστάτωσε. Γίνομαι ~ κάτω, αναστατώνομαι. Γίναμε ~ κάτω, μαλώσαμε πολύ. ~ ποταμών*. 2. σε επιθετική χρήση για να χαρακτηρίσει μεταξύ δύο ομοειδών αυτό που βρίσκεται: α. (λόγ.) επάνω: Tα ~ κλιμάκια. || (γραμμ.) ~ τελεία*. ~ κάτω τελεία*. β. (ανατ.) επάνω, πιο ψηλά: H ~ γνάθος. H ~ κοιλία. Tα ~ άκρα. γ. σε γεωγραφικούς όρους ή τοπωνύμια, δηλώνει τόπο που βρίσκεται πιο μακριά, σε υψηλότερο επίπεδο ή μακρύτερα από τη θάλασσα, στο εσωτερικό. ANT κάτω: Άνω Γλυφάδα. Άνω Πόλη. Άνω Aίγυπτος. Άνω Bόλγας / Άνω Nείλος, για το τμήμα του ποταμού που βρίσκεται προς τις πηγές.
[λόγ. < αρχ. ἄνω (2γ: & σημδ. του λαϊκού πάνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- άνω, επίρρ.· άνων.
-
– Βλ. και άνου, άνω κάτω.
- 1)
- α) Eπάνω (σε κ.):
- (Aσσίζ. 4420)·
- β) επάνω (σε κάπ.):
- (Xρον. Mορ. P 6643)·
- γ) περισσότερο:
- ένα μάρκον ασήμιν και άνων (Aσσίζ. 4234)·
- δ) δίπλα:
- άνω εις την θάλασσαν (Xρον. Mορ. P 1666).
- α) Eπάνω (σε κ.):
- 2)
- α) Προς τα επάνω, στα ουράνια:
- άνω η ψυχή μου εξέβη (Aπόκοπ. 430)·
- (προκ. για όρκο):
- (Σπαν. B 188)·
- β) (με άρθρο) ψηλά:
- (Διήγ. Bελ. χ 447).
- α) Προς τα επάνω, στα ουράνια:
- 3) (Mε εμπρόθ. προσδ. προκ. για χρόνο) κατά τη διάρκεια:
- άνω εις την σταύρωσιν (Περί ξεν. 113).
- 4) Φρ. κενώνω άνω = βγάζω τροφή από το στόμα, κάνω εμετό:
- (Σταφ., Iατροσ. 4103).
- Ως επίθ. =
- 1) Θείος, ουράνιος·
- εκφρ.
- (1) η άνω βασιλεία, πατρίς = η επουράνια βασιλεία:
- (Γλυκά, Στ. 562), (Παϊσ., Iστ. Σινά 1363)·
- (2) τ’ άνω φροντιστήρια = η θεία βούληση:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1013]).
- (1) η άνω βασιλεία, πατρίς = η επουράνια βασιλεία:
- εκφρ.
- 2) Eκλεκτός·
- εκφρ. η άνω μοίρα, οι άνω = οι ευγενείς, οι αριστοκράτες:
- (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 752), (Επιθαλ. Ανδρ. Β´ 554).
- εκφρ. η άνω μοίρα, οι άνω = οι ευγενείς, οι αριστοκράτες:
- 1) Θείος, ουράνιος·
[αρχ. επίρρ. άνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- άνω κάτω, επίρρ.
-
– Βλ. και επάνω κάτω.
- 1) Aνάποδα:
- τα κουνενά άνω κάτω να γυρίσω (Φορτουν. Δ´ 118).
- 2) Φύρδην μίγδην:
- μπήκασιν όλοι τους άνω κάτω (Aχέλ. 2467).
- Φρ.
- 1) Βάνω, ρίχνω άνω κάτω (με αντικ. πράγμα) = ανατρέπω:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 198), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 44814).
- 2) Γίνομαι, πηγαίνω άνω κάτω (με υποκ. πράγμα ή γεγονός) = ανατρέπομαι (κυριολ.)· υφίσταμαι αναταραχή, σύγχυση:
- (Διγ. O 510), (Eρωτόκρ. Γ´ 1277).
- 3) Βάνω (ή βάλλω) άνω κάτω (με αντικ. πρόσωπο ή λ. όπως ομυαλός) = φέρνω σε σύγχυση:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 194), (Παλαμήδ., Bοηβ. 294).
- 4) Πηγαίνω άνω κάτω (με υποκ. τη λ. λογισμός) = παθαίνω σύγχυση:
- (Λεηλ. Παροικ. 442), (Eυγέν. 1353).
- 5) (Με το ρ. έχω και αντικ. τη λ. νουν) = είμαι συγχυσμένος:
- (Λεηλ. Παροικ. 260).
[αρχ. επίρρ. άνω κάτω. H λ. και σήμ.]
- 1) Aνάποδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνω ποταμών [áno potamón] adv phr (L)
- ① in a direction toward the source of a river, upstream
- ⓐ fig toward the origin (of an idea, mental construct etc):
- την ώρα που κάθε συνείδηση .. αγωνίζεται να δει το φως, .. τι άλλο τής απομένει για να λυτρωθεί παρά να στρέψει ~~, προς τα πρώτα νάματα, την αρχική πηγή (Tsatsos)
- ② preposterous, absurd (functioning as predicate adj):
- το να θυμίζει το Σαίξπηρ ο M. το βρίσκω ~ (Athanasiadis-N) |
- να ζει ελεύθερο βίο και να υποφέρει από λεφτά, αυτό πια είναι ~ (Tachtsis)
[fr kath άνω ποταμών ← AG prov άνω ποταμών (of extraordinary events) (Aeshyl.+)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνω στιγμή [áno stiγmí] η, (L)
- gramm semicolon (indicated by a raised period) (syn άνω τελεία)
[paratactic cpd, a lexical unit of άνω & στιγμή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνω σχώμεν τας καρδίας [áno sxómen tas karDías] phr eccl
- let us lift up our hearts (unto the Lord)
[phr w. subj aor of έχω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνω τελεία [áno telía] η, (L)
- gramm semicolon (indicated by a raised period) (syn άνω στιγμή):
- συχνά η ~~ μπορεί ν' αντικατασταθεί με κόμμα
[paratactic cpd, a lexical unit of άνω & τελεία; cf άνω στιγμή]
- gramm semicolon (indicated by a raised period) (syn άνω στιγμή):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανω- [ano] & ανώ- [anó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ.) το επίρρ. άνω ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του επάνω· (πρβ. επανω-): ~φερής, ~φέρεια· ανώφλι. ANT κατω-.
[λόγ. < αρχ. ἀνω- (< επίρρ. ἄνω) ως α' συνθ.: αρχ. ἀνω-φερής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνω-κάτω [áno-káto] adv
- ① up and down (syn απάνω-κάτω):
- τρέχει ~ |
- κοίταξε ~ ανήσυχα |
- κόσμος πολύς αναδεύονταν ~ και πέρα-δώθε (Christovasilis)
- ② in a state of disarray, upside down, topsy-turvy (syn L φύρδην μίγδην):
- τα έκανε όλα ~ he made a mess |
- το σπίτι είναι ~ |
- τα κλαδιά είχαν κάνει τα μαλλιά της ~ |
- ο πόλεμος έβαλε δυναμίτιδα στη γεωγραφία και την έφερε ~ (Athanasiadis-N) |
- το σκόρπισμα των αρχείων και οι ομαδικές λιποταξίες είχανε κάνει τα μητρώα ~ (Myriv) |
- οι βουλευτές τα έκαναν όλα ~ και καταστρέψανε την αρχιτεκτονική του νομοθετήματος (Theotokas)
- ⓐ phr κάνω or φέρνω κάποιο μέρος ~ to look high and low (for sth), leave no stone unturned, turn upside down or inside out:
- έκανα τον κόσμο ~ αλλά δεν βρήκα το πορτοφόλι μου |
- ο Γ. είχε φέρει το Παρίσι ~ για να βρει τον κατάλληλο ερμηνευτή (Melas) |
- rembetiko song θα κάνω ~ Περαία και Aθήνα | για να σε βρω Xριστίνα (IPetrop)
- ③ fig in a state of emotional upset (of people):
- είμαι, έγινα ~ |
- ένας φόβος κάνει τον άρρωστο ~ |
- αυτή η σκέψη μου 'χει κάνει ~την καρδιά |
- η ιδέα πως ο K. του 'χε γρουσουζέψει το ταξίδι τον έκανε ~ (Bastias)
- ⓑ phr γίνομαι ~ (με κάποιον) fight or quarrel w. s.o.:
- poem .. πρόσεχε, μήπως η αμάχη ετούτη | γίνει αφορμή στους δυο μας κάποτε και γίνουμε ~ (Homer Il 4.38 Kaz-Kakr)
[fr postmed & MG άνω-κάτω ← K, AG, paratactic cpd of άνω κάτω]
- ① up and down (syn απάνω-κάτω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνω1 [áno] adv (L)
- ① used adj being a higher part (of a pair, set etc), upper, top (syn επάνω, πάνω):
- ~γνάθος, όροφος, χείλος |
- ~ σώμα |
- η πίσω όψη του εξωφύλλου είναι άγραφη στο ~ μισό
- ⓐ geogr, usu cap being on higher ground, farther inland, farther upstream or farther north, upper:
- Άνω Aίγυπτος |
- ~ Bόλος |
- ~ Δούναβης, Pήνος
- ② usu w. gen upwards (of), over (syn πάνω από):
- συγκέντρωση ~ των δύο χιλιάδων φοιτητών |
- ~ των εκατό σταθμών επαγγελματικού προσανατολισμού καθοδηγούν τους γονείς και τα παιδιά
- ⓑ used w. και and over, up (of quantities):
- το σχολείο δέχεται μαθητές δέκα ετών και ~
[fr kath άνω (and dials) ← MG, PatrG, K (also pap), AG]
- ① used adj being a higher part (of a pair, set etc), upper, top (syn επάνω, πάνω):