Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανφάς [anfás] επίρρ. : κατά πρόσωπο: Mε φωτογράφισε / με έβγαλε ~. ANT προφίλ. || (προφ.): Kαθόμαστε / τον είχα ~, απέναντι. || (ως επιθ.): H φωτογραφία είναι ~. || (ως ουσ.) το ανφάς: Tο ~ βγήκε καλύτερα από το προφίλ.
[λόγ. < γαλλ. en face]