Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυψώνω [anipsóno] -ομαι Ρ1 : 1.σηκώνω κτ. ψηλά· υψώνω: Aνύψωσε τα χέρια του ικετευτικά. Ο γερανός ανυψώνει φορτία. Tο αερόστατο ανυψώθηκε στον αέρα. Ένα τμήμα του δαπέδου είναι ανυψωμένο, είναι σε ψηλότερο επίπεδο. 2. (μτφ.) βελτιώνω την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ., τον ανεβάζω σε ένα υψηλότερο επίπεδο: H τέχνη ανυψώνει τον άνθρωπο, εξυψώνει.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυψ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυψώνω.
-
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) σηκώνω ψηλά:
- (Eρμον. X 209)·
- σημαίαν ανυψώσαντο (Aξαγ., Kάρολ. E´ 962).
- 2) Yψώνομαι:
- (Γλυκά, Στ. 358).
- 3) Eξυψώνω (ηθικώς):
- ανύψωσον σεαυτόν (Φυσιολ. (Legr.) XXXII).
[μτγν. ανυψόω. H λ. και σήμ.]
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) σηκώνω ψηλά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυψώνω [anipsóno] ipf ανύψωνα, aor ανύψωσα (subj ανυψώσω), mediop ανυψώνομαι (& kath ανυψούμαι), ipf ανυψωνόμουν, aor ανυψώθηκα (subj ανυψωθώ) (L)
- ① raise, lift, hoist, elevate:
- (syn υψώνω, σηκώνω) |
- ~ το χέρι |
- ~ τη σημαία, ένα χαρταετό |
- ~ κάτι με μοχλό to lever sth up |
- ~ κάτι με υπνωτισμό levitate sth |
- ο γερανός ανυψώνει βάρη στον αέρα
- ⓐ erect:
- ανύψωσαν πυραμίδες, κολοσιαίους ναούς |
- poem κι αγνάντια στα χαροπαλέματα | τα μουσικά ανυψώνουμε παλάτια (Palam)
- ⓑ mi rise (syn υψώνομαι [υψώνω]:
- ανυψώνομαι κατακόρυφα aviat to zoom |
- σκόρπιοι υπερήφανοι κορμοί ανυψούνται εδώ κ' εκεί (Papatsonis) |
- οι δυο σιλουέτες μοιάζουν ν' ανυψώνονται μες στο χώρο χωρίς να συγκρατούνται από κανένα γήινο δεσμό (Kanellop)
- ② raise, elevate (spiritually, intellectually etc):
- το βιβλίο αυτό μου ανύψωσε τη σκέψη |
- τ' όνειρο ανυψώνει τον άνθρωπο |
- η γυναίκα ανυψώνει τον άντρα |
- το ωραίο μάς ανυψώνει προς το θείο |
- η φιλοσοφία μάς ανυψώνει πάνω από τον ορατό κόσμο |
- τα μεγάλα διανοητικά έργα ευφραίνουν και ανυψώνουν |
- ο ασκητισμός ανυψώνει την ψυχή προς την ολόφωτη θεωρία του δημιουργού (Palam) |
- με την τεχνική ο καλλιτέχνης ανυψώνει την πραγματικότητα πάνω από τον εαυτό της (Papantoniou, adapted) |
- poem μ' ανυψώνει ο πόνος σου | και μου 'γινε θρησκεία (Palam) |
- ενώ το πνεύμα μου ίμεροι γαλήνης ανυψώνουν | μες στην καρδιά μου ο έρωτας στενάζει κλ (Zotos)
- ⓒ mi rise (spiritually, intellectually, socially etc):
- είναι έτοιμη η χώρα ν' ανυψωθεί στο πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο της Eυρώπης; |
- ο άνθρωπος ανυψώνεται πάνω από το φυσικό νόμο με τη συνείδησή του (Theodorakop) |
- χρειάζεται προετοιμασία για να ανυψωθεί κανείς στις σφαίρες της ενατένισης, πέρα από τους συλλογισμούς (Tatakis)
- ③ advance (an idea, activity etc) to a higher level of importance or significance, elevate, promote:
- ανύψωσε την πίστη σε γνώση |
- ανύψωσα την Δ. σε είδωλο λατρείας |
- ο τάδε ανυψώθηκε στο αξίωμα του υπουργού |
- ο υποκειμενισμός ανυψώνεται σε περιωπή νόμου |
- η Γόρτυς ανυψώθηκε σε πρωτεύουσα της Kρήτης μετά την καταστροφή της Kνωσσού και της Φαιστού |
- συχνά ανυψώνομε αυθαίρετες καιρικές αντιλήψεις σε αιώνιους νόμους (Tsatsos) |
- στον ποιητικό λόγο ο Παλαμάς στάθηκε ένας μεγάλος δημιουργός, ανυψώνοντας τη δημοτική σ' ένα όργανο ευλύγιστο και ανθεκτικό (Chatzinis) |
- poem .. οραματίζεσαι .. | βασιλοπούλες .. | κι απ' την αδιάφορη ζωή των ανυψώνονται | .. σε σύμβολα, λαχτάρες κλ (Malakasis)
- ④ improve, boost, uplift, elevate, raise, refine:
- μου ανύψωσε το ηθικό |
- ο καταμερισμός της εργασίας κλ ανυψώνει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου |
- η επιθυμία του N. ήταν ν' ανυψώσει την πνευματική στάθμη του λαού |
- η διδασκαλία της δημοτικής σκοπό έχει ν' ανυψώνει βαθμιαία τα εκφραστικά μέσα του παιδιού (APapageorgiou) |
- μόνο ο θεωρητικός νους ανυψώνει τον άνθρωπο από τα όρια της ένδειας και του χαρίζει ηρεμία (Theodorakop)
- ⑤ cause to rise in one's esteem, cause to be respected or appreciated more, elevate (syn αναδεικνύω 2, εξυψώνω):
- το γράμμα σου σε ανυψώνει στα μάτια μου |
- ο Παλαμάς έχει ανυψωθεί ως ο κατ' εξοχήν ποιητής της νέας Eλλάδος |
- σήμερα η έρευνα που αδιάκοπα συνεχίζεται γύρω από το Σολωμό ολοένα και περισσότερο ανυψώνει την έκδοση του Πολυλά (Dimaras)
[fr MG ανυψώνω ← PatrG, K (LXX, pap) ἀνυψῶ (-όω)]
- ① raise, lift, hoist, elevate: