Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυψωτικό [anipsotikó] το, (L)
- device for lifting or raising, lift, hoist (syn ανυψωτήρας, ανυψωτής 2):
- μια πρόχειρη εγκατάσταση ανυψωτικών
[substantiv. n of ανυψωτικός]
- device for lifting or raising, lift, hoist (syn ανυψωτήρας, ανυψωτής 2):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυψωτικός -ή -ό [anipsotikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για την ανύψωση φορτίων: Aνυψωτικά μηχανήματα.
[λόγ. ανυψω- (δες ανυψώνω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυψωτικός, -ή, -ό [anipsotikós] (L)
- ① lifting, hoisting, elevating:
- ~γερανός |
- ανυψωτική αντλία lift pump |
- ανυψωτική δύναμη |
- ανυψωτικό βαρούλκο, μηχάνημα |
- πλωτή δεξαμενή ανυψωτικής ικανότητος τεσσάρων χιλιάδων τόννων
- ② fig elevating, raising (morally, intellectually etc):
- η ανυψωτική δύναμη της έκστασης |
- η ανυψωτική Mαργαρίτα του Φάουστ
[fr kath (neol Koumanoudis) ανυψωτικός, der of *ανυψωτός (: ανυψώ); cf LK (2nd c. AD) υψωτικός]
- ① lifting, hoisting, elevating: