Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυφαντής ο· αλυφαντής.
-
- 1) Aυτός που υφαίνει, ο υφαντής:
- (Bακτ. αρχιερ. 181).
- 2) «Pωγαλίδα» (του γένους των αραχνοειδών):
- (Eρωτόκρ. A´ 1197).
[<αόρ. του ανυφαίνω + κατάλ. ‑τής. Η λ. (Βλάχ.) και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aυτός που υφαίνει, ο υφαντής:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυφαντής [anifandís] ο, pl ανυφαντές, ανυφαντάδες & ανυφαντήδες
- ① male weaver (syn in ανυφαντάρης):
- δυο περίφημοι ανυφαντάδες από την Kύπρο |
- μια φίρμα ξακουστή στον κόσμο των ανυφαντάδων |
- στο χωριό μερικοί είναι ανυφαντήδες, οι άλλοι είναι γουνάρηδες (Petsalis) |
- poem βαστάζοι, ανυφαντές, μπαλσαμωτές, γυναίκες μαραμένες | χυμούν κλ (Kazantz Od 10.116)
- ⓐ fig weaver, fashioner, creator (of ideas etc):
- το νόημα της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι ένα υφάσιμο που όλο αλλάζει, κι ~ του είναι ο Σωκράτης (Theodorakop) |
- poem .. να σκίσουμε το δίχτυ | του ανυφαντή του γύπνου, κι ας χαθεί σαν όνειρο η ψυχή μας (Kazantz Od 8.1191) |
- κι ο γήλιος, ο τρανός ~, πετούσε τις σαγίτες | κ' ύφαινε, ξύφαινε στον αργαλειό του αγέρα τους ανθρώπους (ib 10.1056)
- ② spider (syn ανυφάντρα 2):
- άρχισε να γνέθει ιδέες με σχέδιο και τελικό σκοπό, σαν τον ανυφαντή την αραχνιά του (Idas) |
- πάνω στους γιγάντιους ευκαλύπτους κρέμονταν από τ' ακρόκλωνα .. μύριες πλεχτές φωλιές των ανυφαντών (Lazaridis)
[fr MG ανυφαντής / ανυφάντης; accent shifted fr ανυφάντης (Souda) to ανυφαντής by anal of oxytones (τιμητής, κολυμβητής etc)]
- ① male weaver (syn in ανυφαντάρης):