Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυφαντάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανυφαντάρης ο.
  • Aυτός που υφαίνει, υφαντής:
    • (Aσσίζ. 7317).

[<ουσ. ανυφαντής + κατάλ. άρης. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυφαντάρης [anifandáris] ο, region. (Rhod
  • Chios etc):
    • weaver (syn ανυφαντής, υφαντής)

[fr MG (Assizes) ανυφαντάρις, der of ανυφαντής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες