Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυστερόβουλος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυστερόβουλος -η -ο [anisteróvulos] Ε5 : ANT υστερόβουλος. α. για κπ. του οποίου οι ενέργειες και η συμπεριφορά είναι ειλικρινείς και διαφανείς και δεν υποκρύπτουν ιδιοτελείς σκοπούς. β. για κτ. που ταιριάζει σε ανυστερόβουλο άνθρωπο, που το χαρακτηρίζει η ανυστεροβουλία: H φιλία του και οι συμβουλές του ήταν ανυστερόβουλες, δεν εξυπηρετούσαν κανένα προσωπικό συμφέρον. ανυστερόβουλα ΕΠIΡΡ: Πρόσφερε τη βοήθειά του εντελώς ~.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υστερόβουλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυστερόβουλος, -η, -ο [anisteróvulos] (L)
  • having no ulterior motive, not self-interested, unselfish, disinterested (near-syn ανιδιοτελής, ant υστερόβουλος):
    • ~ άνθρωπος, εργάτης της επιστήμης |
    • ~ και ανιδιοτελής συμπαραστάτης |
    • ~ πατριωτισμός |
    • ανυστερόβουλη αγάπη, αφοσίωση, γενναιοδωρία, διάθεση, δικαιοσύνη, σκέψη, φιλαλληλία |
    • ανυστερόβουλες σκοπιμότητες |
    • ανυστερόβουλο δόσιμο, φέρσιμο |
    • μια παιδεία απροκατάληπτη, ανυστερόβουλη, απαλλαγμένη από κάθε λογής αυθεντίες |
    • σε πολλά χωριά οι άνθρωποι δε χάνουν ποτέ την άδολη και ανυστερόβουλη τραχύτητά τους (Panagiotop, adapted) |
    • τα ουράνια επεισόδια μπορούν και τα παριστάνουν μόνο ζωγράφοι αγνοί και ανυστερόβουλοι (Papantoniou) |
    • poem κ' η θάλασσα ατέρμονη, απροκατάληπτη, ανυστερόβουλη, |..| χωρίς σκοπό και νόημα κ' ενδιαφέρον (Ritsos)

[fr kath (neol) ανυστερόβουλος, cpd w. kath υστερόβουλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες