Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυστεροβουλία η [anisterovulía] Ο25 : η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του ανυστερόβουλου, η έλλειψη υστεροβουλίας: Δεν αμφισβητώ την ~ του. Ενεργεί πάντοτε με ~.
[λόγ. ανυστερόβουλ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυστεροβουλία [anisterovulía] η, (L)
- lack of an ulterior motive or self-interest, unselfishness (near-syn ανιδιοτέλεια, ant υστεροβουλία):
- κριτική ~ |
- μερικοί επιστήμονες είναι αφοσιωμένοι στα πειράματά τους .. γεμάτοι πάθος, ~ και ευγενική φιλοδοξία (Panagiotop) |
- την μεγάλη ώρα της γαλλικής επαναστάσεως δεν την έζησαν όλοι με την ~, με την αγνότητα που της ταίριαζε (id.)
[fr kath (neol) ανυστεροβουλία, der of ανυστερόβουλος; cf αβουλία (: άβουλος), υστεροβουλία (: υστερόβουλος) etc]
- lack of an ulterior motive or self-interest, unselfishness (near-syn ανιδιοτέλεια, ant υστεροβουλία):