Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυσματικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυσματικός -ή -ό [anizmatikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στο άνυσμα· διανυσματικός: ~ χώρος. Aνυσματικό μέγεθος.

[λόγ. ανυσματ- (άνυσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. vectorial]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυσματικός, -ή, -ό [anizmatikós] (L)
  • math, phys etc of, or relating to, a vector quantity or vectors, vectorial (syn διανυσματικός):
    • ~ χώρος |
    • ανυσματική ποσότητα, συσχέτιση

[fr kath (neol) ανυσματικός, der of άνυσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες