Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυπόφορος, επίθ.
-
- Που δεν μπορεί να τον υποφέρει κάποιος, αφόρητος:
- πικρίαν ανυπόφορον (Tρωικά 52711· Σουμμ., Pεμπελ. 182).
[μτγν. επίθ. ανυπόφορος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν μπορεί να τον υποφέρει κάποιος, αφόρητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπόφορος -η -ο [anipóforos] Ε5 : ΣYN αφόρητος. α. για κτ. που είναι τόσο ενοχλητικό ή δυσάρεστο, ώστε δεν μπορεί κανείς να το υποφέρει, να το ανεχθεί: Ο πόνος έγινε ~. H ζέστη είναι ανυπόφορη. H κατάσταση που επικρατεί μέσα στο σπίτι είναι ανυπόφορη. H ζωή μου έγινε ανυπόφορη, δεν την αντέχω πια. β. για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι τόσο ενοχλητική, ώστε να μην μπορεί κανείς να ζήσει ή να συναναστραφεί μαζί του: Έχεις γίνει ~ με την γκρίνια σου / με τις απαιτήσεις σου. Έχει έναν ανυπόφορο χαρακτήρα.
ανυπόφορα ΕΠIΡΡ: Ο οχετός μυρίζει ~. Είναι ~ εγωιστής. [λόγ. < ελνστ. ἀνυπόφορος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπόφορος, -η, -ο [anipóforos]
- unbearable, insufferable, unendurable (syn in ανυπόφερτος):
- ~ μόχθος, στόμφος, τρόπος |
- ~ πόνος excruciating pain |
- ανυπόφορη δυσφορία, εκζήτηση, ζέστη, ζωή, θλίψη, κατάσταση, κούραση, πραγματικότητα |
- ανυπόφορο βάρος, γάβγισμα, θέαμα |
- ανυπόφορα βασανιστήρια |
- η πιο ανυπόφορη από τις κοινωνικές ανισότητες είναι η εκπαιδευτική |
- όλες οι δικτατορίες είναι ανυπόφορες, αλλά μερικές είναι πιο ανυπόφορες από τις άλλες (Roufos) |
- η στέρηση της ηδονής αρχίζει να μου γίνεται ανυπόφορη (Karagatsis) |
- η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης πρέπει να έχει καταντήσει ανυπόφορη για κείνον που ζητεί το διαζύγιο (Christidis AK, adapted) |
- poem εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου | πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή (Seferis)
- ⓐ unbearable, intolerable (of persons) (syn ανυπόφερτος):
- ο δείνα έγινε, κατάντησε ~ |
- ανυπόφορο παιδί |
- ανυπόφοροι άνθρωποι
[fr kath ανυπόφορος ← MG ← PatrG (2nd c. AD)]
- unbearable, insufferable, unendurable (syn in ανυπόφερτος):