Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυπόστατος, επίθ.
-
- 1) Aκαταμάχητος, ακαταγώνιστος:
- κάστρον … ανυπόστατον, αδούλωτον (Kαλλίμ. 213).
- 2)
- α) Που δεν έχει σταθερή βάση, σαθρός:
- (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 89)·
- β) που δεν έχει ηθικό υπόβαθρο:
- ψεύτρα και ανυπόστατη (Tριβ., Pε 310)·
- γ) ασταθής:
- την ανυπόστατον εναλλαγήν του χρόνου (Bίος Aλ. 3678).
- α) Που δεν έχει σταθερή βάση, σαθρός:
[αρχ. επίθ. ανυπόστατος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aκαταμάχητος, ακαταγώνιστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπόστατος -η -ο [anipóstatos] Ε5 : για κτ. που δεν έχει υπόσταση, που είναι αβάσιμο, αστήριχτο: Kυκλοφορούν ανυπόστατες φήμες. Οι κατηγορίες / οι αιτιάσεις αποδείχθηκαν ανυπόστατες.
ανυπόστατα ΕΠIΡΡ: Iσχυρίζεται εντελώς ~ ότι τον εξαπάτησα. [λόγ. < ελνστ. ἀνυπόστατος, αρχ. σημ.: `ακατάσχετος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπόστατος, -η, -ο [anipóstatos] (L)
- ① having no existence or substance, unfounded, nonexistent (syn ανύπαρκτος):
- οι διωγμοί των Tούρκων στην Eλλάδα από την ελληνική διοίκηση είναι ανυπόστατοι |
- δίκιο, ομορφιά, δίψα της αλήθειας είναι πράγματα ανυπόστατα για το θεριό, για τον άνθρωπο όμως είναι τα δείγματα της ανθρωποσύνης του (Prevelakis) |
- η αντιμεταφυσική δέχεται πως τα μεταφυσικά προβλήματα είναι ανυπόστατα νοητικά πλάσματα (Theodoridis) |
- poem μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας | μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ήσκιοι (Seferis)
- ② unfounded, groundless, baseless (syn αβάσιμος, ant βάσιμος):
- ανυπόστατοι θρύλοι, ισχυρισμοί |
- ανυπόστατη κατηγορία, συκοφαντία |
- ανυπόστατες απόψεις, προφάσεις |
- αστήριχτες και ουσιαστικά ανυπόστατες διδασκαλίες |
- μάταιη και ανυπόστατη συζήτηση |
- η αναφορά ονομάτων στη μελέτη κρίνεται από πολλούς τολμηρή, αν όχι ανυπόστατη, αφού οι γνώσεις μας στο θέμα αυτό είναι ελάχιστες και ανεπαρκείς (Despinis)
- ③ invalid, null, void:
- το δικαίωμα του κληρονόμου κρίθηκε ανυπόστατο |
- το πρωτοδικείο κήρυξε ανυπόστατες τις αρχαιρεσίες |
- ο γάμος χριστιανού του ανατολικού δόγματος με χριστιανό άλλου δόγματος θεωρείται ~ (Christidis AK)
[fr kath ανυπόστατος ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① having no existence or substance, unfounded, nonexistent (syn ανύπαρκτος):