Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυπόμονος, επίθ.
-
- Που δεν υπομένει· ασυγκράτητος:
- θρήνον ανυπόμονον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 707).
[<στερ. αν‑ + ουσ. υπομονή. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που δεν υπομένει· ασυγκράτητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπόμονος -η -ο [anipómonos] Ε5 : που δεν έχει υπομονή, που δεν μπορεί να περιμένει κπ. ή κτ. με ηρεμία και χωρίς βιασύνη: Mην είσαι ~, σε λίγο θα έρθει το τρένο και θα φύγεις. Είμαι ~ να μάθω τα νέα σου. Δεν είμαι ~, θέλω η κατάσταση να εξελιχθεί κανονικά, χωρίς να επισπεύσουμε τις διαδικασίες.
ανυπόμονα ΕΠIΡΡ: Σε περιμένω ~. [μσν. ανυπόμονος < αν- (δες α- 1) υπομον(ή) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπόμονος, -η, -ο [anipómonos]
- ① anxious, eager, impatient (syn region. ανυπομόνευτος, ant υπομονετικός):
- περιμέναμε ανυπόμονοι στη στάση |
- έτρεξε ~ στο σπίτι |
- οι νέες και ανυπόμονες γενιές |
- ήμουν ~ να μάθω τι είχε συμβεί |
- είναι ~ να γευθεί τις χαρές της ζωής |
- "πού είναι το βότανο, να το δω;" ρώτησε η Kρουστάλλω ανυπόμονη (Karkavitsas) |
- ο νωθρός καιρός πήρε το γοργό ρυθμό που λαχταρίζει κάθε ανυπόμονη ψυχή (Kazantz) |
- μερικοί απαιτητικοί και ανυπόμονοι άνθρωποι υποφέρουν βλέποντας ότι το ιδανικό δεν γίνεται ζωή (Papanoutsos)
- ⓐ fig (of inanimate objects):
- στην Ήπειρο οι χειμώνες έρχονται νωρίς, ανυπόμονοι |
- οι καταρράχτες πηδούν ανυπόμονοι από τα ύψη των βράχων |
- το λυγερό κορμί των εφήβων τανιέται σαν τη νευρά του ανυπόμονου τόξου (Panagiotop) |
- νοιώθετε την πόλη ανυπόμονη ν' απλωθεί, να συγχρονισθεί περισσότερο (Ouranis)
- ② restless, impatient (ant ήρεμος):
- ο φόβος τον κάνει πιο νευρικό, πιο ανυπόμονο |
- πρώτη φορά παρουσιάζονταν μπροστά στον ανυπόμονο τον κόσμο για να τραγουδήσουν (Palam) |
- τα δυο ανυπόμονα σκυλιά έχουν μια κίνηση φυγής και απιστίας (Papantoniou) |
- poem .. το στοιχειό | οπού, όμοιο μ' άλογο ανυπόμονο, | σηκώνει τ' άγριο κύμα απανωτό (Sikel)
- ③ showing impatience or annoyance:
- η φωνή του έγινε πιο ανυπόμονη κ' εχθρική (Kazantz) |
- ξαφνικά έκανε μια ανυπομόνη κίνηση του χεριού προς την Π. σα να την έδιωχνε (Tachtsis)
[fr MG ανυπόμονος (Kriaras' Lex), cpd w. LK (Zos. Alch. 3rd-4th c.) υπόμονος]
- ① anxious, eager, impatient (syn region. ανυπομόνευτος, ant υπομονετικός):