Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπόμονα [anipómona] adv
- ① anxiously, eagerly, impatiently (syn ανυπομόνευτα 1, ανυπομόνως, ant υπομονετικά):
- περιμένω ~γράμμα της |
- καρτερώ ~ την άνοιξη |
- κουτσοπίναμε μαστίχα προσμένοντας ~ το φαγί (Karkavitsas) |
- μια παχιά γούνα μ' έκανε να ονειρεύομαι ~ το γύρισμα του χειμώνα (Palam) |
- το σκυλί μάς κοίταξε ~ και ψευτόκλαιγε παρακαλεστικά (Myriv) |
- ο αναγνώστης παρακολουθεί ~και τις παραμικρότερες φάσεις της αρρώστιας της M. (Sachinis)
- ② restlessly, impatiently (syn ανυπομόνευτα 2, near-ant ήρεμα):
- άρχισε να μουρμουρίζει, να φωνάζει ~ |
- το άλογο χτυπούσε ~ τις οπλές του |
- έφερε γύρω του το βλέμμα του ~ |
- ο X. στριφογύριζε ~ το πόμολο της πόρτας (Tsirkas) |
- poem της νιότης τα ονείρατα, του κόσμου οι ιστορίες, | τριγύρω μ' ~ πετούν και θορυβούνε (Palam)
- ⓐ in a curt or irritated manner:
- "λοιπόν;" ρώτησα ~ |
- "καλά, καλά" τον έκοψε ο φίλος του κάπως ~ (Roufos) |
- "καλά που το κατάλαβες!" κάνει ο πατέρας ~ (Petsalis) |
- "δεν γίνεται αλλιώς!" απαντούν άλλοι ~ (id.)
[fr postmed (Somavera) ανυπόμονα, der of ανυπόμονος]
- ① anxiously, eagerly, impatiently (syn ανυπομόνευτα 1, ανυπομόνως, ant υπομονετικά):