Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπόληπτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανυπόληπτος, επίθ.· ανυπόληφτος.
  • Που δεν είναι άξιος να τον εκτιμούν:
    • ανυπόληφτο δούλο (Θυσ. 362).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = ανυποληψία:
    • (Προδρ. III 174 χφ P κριτ. υπ).

[<στερ. αν‑ + αρχ. επίθ. υποληπτός. H λ. τον 4. αι. (DGE) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπόληπτος -η -ο [anipóliptos] Ε5 : που δεν τον εκτιμούν, δεν τον υπολήπτονται, που δεν έχει υπόληψη. ANT ευυπόληπτος: Στην κοινωνία της πόλης του θεωρείται ανυπόληπτο πρόσωπο. || Οι πολίτες έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ανυπόληπτο κράτος, αναξιόπιστο.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυπόληπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπόληπτος, -η, -ο [anipóliptos] (L)
  • not reputable or decent, disreputable, unrespectable (ant ευυπόληπτος):
    • ~ άνθρωπος, ανυπόληπτη γυναίκα |
    • ανυπόληπτες περιπέτειες |
    • ανυπόληπτα μέσα |
    • πολλά ανυπόληπτα πρόσωπα στον τόπο μας χαίρονται μια παράδοξη ασυλία (Terzakis) |
    • ο πιο ~, ο κοινωνικά πιο ανύπαρκτος επαληθεύει την καταγωγή του από την αλήθεια, αν απαρνηθεί τον εαυτό του κλ (Kanellop, adapted) |
    • poem κερδίζετε εισερχόμενος | τον τίτλο του ανυπολήπτου (Chrysolouris)

[fr kath ανυπόληπτος ← MG ← PatrG, K (inscr)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες