Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυπόκριτος, επίθ.
-
- Γνήσιος, ειλικρινής, απροσποίητος:
- πόθον ανυπόκριτον (Kαλλίμ. 2169).
[μτγν. επίθ. ανυπόκριτος. H λ. και σήμ.]
- Γνήσιος, ειλικρινής, απροσποίητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπόκριτος -η -ο [anipókritos] Ε5 : για συναίσθημα που είναι ειλικρινές, που δεν είναι υποκριτικό: Έδειξε ανυπόκριτη χαρά / λύπη. Ο ενθουσιασμός του ήταν ~.
ανυπόκριτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνυπόκριτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπόκριτος, -η, -ο [anipókritos] (L)
- ① frank, open, straightforward (syn ευθύς, ειλικρινής, ant υποκρινόμενος):
- φυσικός και ~ άνθρωπος |
- γίναμε ανυπόκριτοι για να δίνουμε ελεύθερη διέξοδο στις διαθέσεις μας |
- ανυπόκριτη και άφοβη βγαίνει στους δρόμους η ψυχή του ποιητή και παίζει ανέμελη (Palam)
- ② unfeigned, genuine, sincere (syn γνήσιος, ειλικρινής):
- ~ ενθουσιασμός, θαυμασμός, σεβασμός |
- ανυπόκριτη αγαλλίαση, αγάπη, αφοσίωση, εκτίμηση, χαρά |
- ανυπόκριτο κέφι |
- ένας ~ θαυμαστής του |
- ανυπόκριτες συγκινητικές εκδηλώσεις |
- ζωντανή κι ανυπόκριτη διακοσμητική διάθεση |
- πρέπει να διαφυλάξουμε με ανυπόκριτην ευλάβεια τα επιτεύγματα του Bυζαντίου (Tsatsos) |
- poem κι όλα να 'ναι ανυπόκριτα, σα να 'ναι | στην πρώτη ορμή (Xydis)
[fr kath ανυπόκριτος ← MG, PatrG, K]
- ① frank, open, straightforward (syn ευθύς, ειλικρινής, ant υποκρινόμενος):