Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυποψίαστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυποψίαστος -η -ο [anipopsíastos] Ε5 : 1.που δεν υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβεί κτ.· ανύποπτος: Tους ακολούθησε ~ ότι του είχαν στήσει παγίδα. || που δε γνωρίζει τους κινδύνους, που είναι άπειρος, αθώος: Παρέσυρε ανυποψίαστα παιδιά. 2. που δεν έχει την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία σχετικά με κάποιο ζήτημα, ώστε να ευαισθητοποιηθεί και να κινητοποιηθεί, που δεν είναι υποψιασμένος: Πολλοί είναι εντελώς ανυποψίαστοι για τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία μας. ανυποψίαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υποψιασ- (υποψιάζομαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυποψίαστος1 [anipopsíastos] ο, (L)
  • person who is unsuspecting or unaware, (syn ανύποπτος1):
    • υπάρχουν μορφές θεάματος που θεωρούνται προορισμένες να ψυχαγωγούν τους απαίδευτους, τους απλοϊκούς και τους ανυποψίαστους (Panagiotop)

[substantiv. m of ανυποψίαστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυποψίαστος2, -η, -ο [anipopsíastos] (L)
  • ① unsuspected (near-syn απροσδόκητος):
    • ανυποψίαστοι πόθοι |
    • ανυποψίαστες ανησυχίες, απόψεις, δυνάμεις, λύσεις |
    • μια ανυποψίαστη τάξη πραγμάτων |
    • τ' ανυποψίαστα βάθη των προβλημάτων |
    • λιμανάκια μυστικά κι ανυποψίαστα |
    • ανυποψίαστη πολιτική ωριμότητα |
    • δείγματα από χλωρίδες ανυποψίαστες |
    • το θέατρο διαθέτει μια χρωματική κλίμακα ανυποψίαστη για τον κοινό θεατή |
    • η απόσταση μέσα στο χρόνο αλλοιώνει αδιόρατα τα γεγονότα και τους δίνει ένα νόημα βαθύ κι ανυποψίαστο τον καιρό που ήτανε σύγχρονα (Terzakis) |
    • η ψυχή μας τρικύμισε γλυκά από το άρωμα το ανυποψίαστο, το απροσδόκητο, της ημερότητας της Eλλάδας της υπαίθρου (Ouranis) |
    • poem θάματ' ανυποψίαστα σκεπάζ' η χλόη, | στο πλάι μας το μυρμήγκι ανοίγει βαθιά στράτα (Palam)
  • ② not suspecting, unsuspecting (syn ανύποπτος2 1):
    • η ανυποψίαστη και πρόσχαρη παιδική ζωή |
    • καθάρια κι ανυποψίαστη ματιά |
    • κάπνιζε στην προκυμαία ανυποψίαστη κι ανυπεράσπιστη |
    • η πόλη κοιμόταν ανυποψίαστη |
    • ο κυβερνήτης συνέχιζε ~ το έργο του |
    • ο ~ λαός κατάλαβε την πλάνη του |
    • όλα αυτά δείχνουν πόσο ανυποψίαστοι είμαστε για τη σημασία του θέματος |
    • μπαίνουμε σ' ένα βιβλίο ανυποψίαστοι και βγαίνουμε εξουθενωμένοι, άλλοι άνθρωποι πια (Panagiotop) |
    • ο άνθρωπος δεν μένει αδρανής, ήσυχος και ~ μέσα σε ό,τι τον περιβάλλει (Papanoutsos) |
    • σε αγαπάει διπλά, ~ για τ' ασυχώρετα κρίματά σου (Karagatsis) |
    • τα πίστευε όλα τότε που ήταν ~ τι λογής δεσμά χαλκεύουν άνθρωποι για ανθρώπους (Samarakis) |
    • ο μέγας ποταμός κυλούσε ήρεμα, ~ για ό,τι τεκταίνονταν μέσα μας (Zappas) |
    • poem .. ανασταίνεσαι σαν το σιτάρι | ανυποψίαστο για κάθε θερισμό, ίδιο το νωπό λουλούδι της βραγιάς (Xydis)

[fr kath (neol) ανυποψίαστος, cpd w. *υποψιαστός (: υποψιάζομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες