Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυποχώρητος -η -ο [anipoxóritos] Ε5 : που δεν υποχωρεί σε πιέσεις, που δεν κάμπτεται, αλλά μένει σταθερός στις απόψεις ή στις αποφάσεις του: Σε θέματα ηθικής είναι ~. Οι απεργοί έμειναν ανυποχώρητοι στα αιτήματά τους. || H στάση του είναι ανυποχώρητη.
ανυποχώρητα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ αντίθετος σε κάθε συμβιβασμό. [λόγ. < ελνστ. ἀνυποχώρητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυποχώρητος, -η, -ο [anipoxóritos] (L)
- unyielding, uncompromising:
- ανυποχώρητη αυστηρότητα, εντιμότητα, στάση |
- ανυποχώρητο αίτημα, πείσμα |
- αυστηρή και ανυποχώρητη φιλοσοφική σκέψη |
- ανυποχώρητη προσήλωση προς την ανατολική εκκλησία |
- η κυβέρνηση εμμένει ανυποχώρητη στις θέσεις της |
- δεν είναι σε τίποτα δογματικός ή ~ |
- στάθηκα απέναντι στις αδυναμίες μου ~ έως την απανθρωπία (Papanoutsos) |
- πρωταρχικό και ανυποχώρητο είναι το πάθος του ανθρώπου για τη δικαιοσύνη, όχι για την ισότητα (id.) |
- ο καλλιτέχνης αισθάνεται την ανυποχώρητη εσωτερική δύναμη να εκφραστεί (Dizikirikis)
[fr kath ανυποχώρητος (Hesych. ανύπεικτον· ανυποχώρητον), cpd w. υποχωρητός, also found in der υποχωρητικός]
- unyielding, uncompromising: