Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυποταξία η [anipotaksía] Ο25 : 1.(στρατ.) η μη εμπρόθεσμη παρουσίαση για κατάταξη στο στρατό. 2. άρνηση υποταγής.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀνυποταξία `έλλειψη πειθαρχίας΄· 1: κατά τη σημ. του ανυπότακτος2]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυποταξία η.
-
- Aνυποταγή, απείθεια:
- (Διάτ. Kυπρ. 5049).
[μτγν. ουσ. ανυποταξία. H λ. και σήμ.]
- Aνυποταγή, απείθεια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυποταξία [anipotaksía] η, (L)
- ① insubmissiveness, insubordination (syn ανυποταγή 1):
- σημειώθηκαν ζυμώσεις ανυποταξίας στο κόμμα |
- ο Λ. P. ξεκίνησε με όλα τα εφόδια, όμως στο τέλος κατάντησε στη φυλακή για ~ (Sachinis)
- ⓐ fig insubmissiveness:
- ο νόμος του μέτρου τιμωρεί κάθε ~ στον κανόνα, κάθε υπερβολή (Tsatsos) |
- με πλήρη ~ σε έννοιες και σε κατηγορίες η τέχνη συνθέτει τις ιδέες που εκφράζουν την ιδέα της ωραιότητας (id.) |
- χάρη στη βούλησή μου μπορώ να εκδηλώσω την ~ μου και την ελευθερία μου (Papanoutsos)
- ② milit evasion of military service, draft evasion:
- αίρονται οι συνέπειες της ανυποταξίας για ορισμένες κατηγορίες στρατευσίμων
- ③ indiscipline, indocility (syn in ανυπακοή 3):
- η ~ των δούλων στα δικαιώματα του αφέντη |
- η Λιβύη, ως τελευταία ανδρείκελο των Άγγλων, έδειξε απροσδόκητη ~ (Christidis)
[fr postmed (Somavera) ανυποταξία ← MG ← PatrG ← K (1st c. BC)]
- ① insubmissiveness, insubordination (syn ανυποταγή 1):