Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπομονησία η [anipomonisía] Ο25 : η έλλειψη υπομονής, η ανησυχία που αισθάνεται κανείς, όταν επιθυμεί να γίνει κτ. όσο το δυνατό γρηγορότερα: Έχω μεγάλη ~ να μάθω τα αποτελέσματα. Σε περιμένω να έρθεις με ~. Ήθελε να τα γευτεί όλα και αμέσως, με την ~ που χαρακτηρίζει τη νιότη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυπομονησία `έλλειψη αντίστασης΄ κατά τη σημ. της λ. ανυπόμονος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπομονησία [anipomonisía] η, (L)
- ① anxious expectation, eagerness, impatience (syn ανυπομονιά, ant υπομονή):
- πυρετώδης, φανερή ~ |
- περιμένω με ~ |
- ~ για άνοδο ενός νέου κόσμου |
- με έπιασε μια ~ να γυρίσω στο σπίτι |
- τον έκαιγε η ~ να φτάσει στη νίκη |
- από την ~ του να δει την κοπέλα ανέτρεψε τα σχέδια του Γ. |
- η ωραιότης της φύσης .. αυξαίνει εις τους εχθρούς την ~ να πάρουν τη χαριτωμένη γη (Solom) |
- η στάση μου ήταν κινημένη από τη συνηθισμένη στους νέους ~ να δείξουν τα αντιδραστικά ιδανικά τους (Palam) |
- πηγαινοερχόμουν στην ταράτσα όλος πλήξη και ~ να ξημερώσει (Ouranis)
- ② restlessness, impatience (ant ηρεμία):
- κάποια νευρική ~ τού είχε κόψει σήμερα τον ύπνο (Xenop) |
- το άγαλμα του Άδωνη έχει μια κίνηση φυγής, την κίνηση της ανυπομονησίας, της νιότης που χόρτασε και φεύγει για νέα περιπέτεια (Papantoniou) |
- μια έξαψη που δίνει έξαρση, ένας ενθουσιασμός που γίνεται ~ (Petsalis) |
- μίλησε με φανερό εκνευρισμό και ~ |
- "αυτή η κωμωδία αρχίζει να με κουράζει", είπε ο K. μ' ένα τόνο ανυπομονησίας (Karyotakis) |
- το γάβγισμα των σκυλιών φανέρωνε ~ και θυμό (Karagiorgas)
[fr kath ανυπομονησία ← PatrG (4th-6th c. AD), der of ανυπομονώ (-έω)]
- ① anxious expectation, eagerness, impatience (syn ανυπομονιά, ant υπομονή):