Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπολόγιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπολόγιστος -η -ο [anipolójistos] Ε5 : για κτ. που είναι τόσο μεγάλο σε αξία, σε σημασία, σε σπουδαιότητα, ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να το υπολογίσει, να το εκτιμήσει κάποιος: Οι ζημιές που προκάλεσε ο πόλεμος / η κακοκαιρία είναι ανυπολόγιστες. Kλάπηκαν κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας. H προσφορά του / η αξία του είναι ανυπολόγιστη. ανυπολόγιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υπολογισ- (υπολογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. incalculable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπολόγιστος, -η, -ο [anipolóyistos] (L)
  • enormous, incalculable (syn τεράστιος):
    • ανυπολόγιστη ομορφιά, ωφέλεια |
    • ανυπολόγιστη οικονομική δύναμη |
    • ανυπολόγιστες συνέπειες, υπηρεσίες |
    • ανυπολόγιστες ζημίες untold losses |
    • ανυπολόγιστα κέρδη |
    • τα ανυπολόγιστα δεινά του διχασμού |
    • ανυπολόγιστοι αριθμοί εργατών countless numbers of workers |
    • το ανυπολόγιστο μέγεθος της καταστροφής |
    • η ανυπολόγιστη ιστορική αξία του χριστιανισμού |
    • η ανυπολόγιστη σημασία της πλατωνικής αποκάλυψης |
    • βιβλιοθήκες ανυπολόγιστης αξίας |
    • η φιλοσοφία έχει ανυπολόγιστη παιδαγωγική επίδραση στο πνεύμα (Theodorakop) |
    • ο Παλαμάς απέρριψε τη λογιοτατική παράδοση του καιρού του και πήρε με όλη του τη συνείδηση την ανυπολόγιστη ευθύνη του πρωτοπόρου (Chourmouzios) |
    • πίσω από τους καλλιτέχνες πάλλεται και τους ανυψώνει ένας ολόκληρος κόσμος με ανυπολόγιστα βάθη και πάρα πολύ πλατείς ορίζοντες (Theotokas)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανυπολόγιστος, cpd w. *υπολογιστός (: υπολογίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες