Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπακοή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπακοή η [anipakoí] Ο29 : έλλειψη υπακοής: Ήταν τόσο άτακτο παιδί, που η ~ του δημιούργησε προβλήματα μέσα στην τάξη. Tιμωρήθηκε για ~ προς τους ανωτέρους του, απείθεια.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υπακοή]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπακοή [anipakoí] η, (L)
  • ① insubordination, rebelliousness (syn ανυποταξία 1, απειθαρχία, απείθεια, ant υπακοή):
    • ~ στην εξουσία, στο νόμο |
    • οι στρατιώτες έδειξαν ~ στις διαταγές των αξιωματικών |
    • ο στρατιώτης χρειάζεται σιδερένια πειθαρχία στην υπηρεσία και στη μάχη και αμείλικτη πάταξη κάθε ανυπακοής ή δειλίας (Roufos, adapted) |
    • τους δίκασαν γι' ~κι αντίσταση στην αρχή |
    • η πρόσφατη ~ πέντε βουλευτών του κόμματος σε ψηφοφορία |
    • η Σπάρτη κατάστρεψε την Mαντίνεια ύστερα από ~ της |
    • σε μιαν έννομη τάξη που δεν είναι θετικό δίκαιο η ~ γίνεται δικαίωμα και η επανάσταση καθήκον (Tsatsos, adapted)
  • ⓐ non-obedience, disobedience:
    • ο διάβολος έδωσε στους πρωτοπλάστους τη συμβουλή της θανάσιμης ανυπακοής (Papanoutsos) |
    • όλες σχεδόν οι θρησκείες είπαν την ελευθερία της ηθικής προσωπικότητας απέναντι στο θείο νόμο ~ και πτώση (id.) |
    • ο Δίας αναθέτει στον Eρμή μια δύσκολη αποστολή, περιθώρια όμως ανυπακοής δεν υπάρχουν (Maronitis, adapted)
  • ② unsubmissiveness (syn ανυποταγή):
    • ~ στο πεπρωμένο |
    • poem το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα |..|..| δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, | την ~ της στα συμφέροντα των άλλων (Ritsos)
  • ⓑ nonconformity (ant προσαρμογή):
    • ~ απέναντι στη θεωρία |
    • ~ σε γλωσσικούς κανόνες |
    • τύψη είναι η μεταμέλεια σαν πικρή συναίσθηση μιας ανυπακοής προς ό,τι έχει αναγνωριστεί χρέος ηθικό (Papanoutsos)
  • ③ lack of discipline, indiscipline, unruliness, indocility (syn απείθεια):
    • ~ των παιδιών |
    • δε φοβήθηκε την ~των αποχαλινωμένων οπαδών (Kanellop) |
    • poem το χαμόγελό μου | .. ξέφυγε πετώντας πάνω απ' όλα. | Kαλέ μου θείε, συγχώρεσε | την ~ μου ετούτη (MAlexiou)

[fr kath (neol) ανυπακοή (Weigel & Dehὠque in Koumanoudis), cpd of privat. αν- & υπακοή; cf PatrG ανυποταγή 'disobedience, insubordination' (4th c. AD) in place of ανυποταξία 'indiscipline' (1st c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες