Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπάκουος -η -ο [anipákuos] Ε5 : που αρνείται να υπακούσει, να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις ή με τις εντολές, κυρίως των μεγαλυτέρων του. ANT υπάκουος: Είναι πολύ ~ / ανυπάκουο παιδί.
ανυπάκουα ΕΠIΡΡ. [αν- (δες α- 1) υπάκουος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπάκουος1 [anipákuos] ο, (& L ανυπάκοος)
- disobedient or insubordinate person, rebel:
- χίλιες φορές προτιμώ τους τυχοδιώχτες, τους ανυπάκοους, παρά το πειθαρχημένο ανθρωποκοπάδι (ChZalokostas) |
- poem δεν ξέρεις, δε μαντεύεις, ανυπάκουε, | ποια τιμωρία φριχτή σε περιμένει; (Skipis)
[substantiv. m of ανυπάκουος2]
- disobedient or insubordinate person, rebel:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπάκουος2, -η, -ο [anipákuos] (& L ανυπάκοος)
- ① disobeying, disobedient, uncompliant:
- το θεώρησα χρέος μου να μη φανώ ~, αλλά να στιχουργήσω, όπως με πρόσταζε το όνειρο (Theodorakop) |
- τα σκυλιά, ανυπάκοα στις φωνές μας, κυνηγούσαν για λογαριασμό τους (Ouranis) |
- πρώτη φορά φάνηκε το καημένο το άλογο ανυπάκουο στον αφέντη του (MGeorgiou)
- ⓐ characterized by habitual disobedience, disobedient, unruly, intractable:
- οι μανάδες φοβέριζαν τα ανυπάκουα παιδιά τους
- ② fig uncompliant, not obedient (of inanimate objects, mental constructs etc):
- η σημαία δεν υποστέλλεται, μένει ανυπάκουη στη δύση του ηλίου (Papatsonis) |
- poem με την ψυχή την ανυπάκοη στη βροντή | που μες στο πέλαγο αναμμένη αντιλαλούσε (Malakasis)
[cpd w. υπάκουος; cf kath ανυπήκοος]
- ① disobeying, disobedient, uncompliant: