Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυμνώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυμνώ [animnó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) δοξολογώ. || εγκωμιάζω.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυμνῶ, αρχ. σημ.: `θεσπίζω με χρησμό΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυμνώ [animnó] ανυμνεί, ipf ανυμνούσα, aor ανύμνησα (L)
  • sing in praise, extol, laud (syn εξυμνώ, υμνώ):
    • οι ουρανομήκεις φωνές των ψαλτάδων ανυμνούσαν την δοξασμένην του Xριστού Aνάσταση (Psathas) |
    • ο Aισχύλος ανύμνησε τον Προμηθέα σαν τον επιδότη της νοημοσύνης και της τεχνικής στο ανθρώπινο γένος (Despotop) |
    • ελιές ανυμνούσανε ως τα ριζά του Tαΰγετου την παρούσα στιγμή (Gialourakis) |
    • | poem τη βασίλισσα Δήμητρα εσείς, τη θεά, | που γεννήματα φέρνει, ανυμνήστε (Stavrou Ar)

[fr kath ανυμνώ ← PatrG, K, AG ἀνυμνῶ 'sing a hymn etc']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες