Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυδρία η [aniδría] Ο25 : (λόγ., επιστ.) έλλειψη νερού και ειδικότερα, η ξηρασία που προκαλείται όταν δεν υπάρχουν βροχοπτώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀνυδρία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανυδρία η· ανεδρία· ανυδριά.
-
- Έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία:
- (Διδ. Σολομ. P 12).
[αρχ. ουσ. ανυδρία. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυδρία [aniDría] η, (L)
- (& D ανυδριά) lack of moisture (rainwater etc), dryness, drought (syn ανεριά, near-syn ξηρασία):
- καίγονται τα χωράφια από την ανυδριά |
- το νησί υποφέρει από ανομβρία και ~ |
- μ' όλη την ~ που βασιλεύει στην έρημο, οι νομάδες τρέμουν τις άγριες και άξαφνες νεροποντές (Ouranis, adapted)
[fr kath ανυδρία and ανυδριά fr MG ανυδριά ← K (pap), AG ἀνυδρία]
- (& D ανυδριά) lack of moisture (rainwater etc), dryness, drought (syn ανεριά, near-syn ξηρασία):