Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντωνυμικός -ή -ό [andonimikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με την αντωνυμία: Aντωνυμικό θέμα. Aντωνυμικά επιρρήματα, που παράγονται από αντωνυμίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντωνυμικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντωνυμικός, -ή, -ό [andonimikós] (L) gramm
- pronominal:
- αντωνυμικά επιρρήματα |
- αντωνυμική χρήση του άρθρου
[fr kath αντωνυμικός ← K (1st c. BC)]
- pronominal: