Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρόγυνο το [andrójino] Ο41 & ανδρόγυνο το [anδrójino] Ο42 : άντρας και γυναίκα που είναι παντρεμένοι: Είναι αγαπημένο ~. Zουν σαν ~, για ζευγάρι που συζεί χωρίς να είναι παντρεμένο.
[μσν. αντρόγυνο(ν) < ελνστ. ἀνδρόγυνον (προφ. [nd] ) (διαφ. το αρχ. ἀνδρόγυνος ὁ `ερμαφρόδιτος΄)· -νδ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρόγυνο [andróyino] το, (& ανδρόγυνο & αντρόγενο)
- married couple (syn ζευγάρι):
- αγαπημένο, ταιριαστό ~ |
- ένα ~ ψαράδες |
- όταν το ~ διχογνωμούσε, το παιδί έπαιρνε το μέρος της μητέρας του (Xenop) |
- ο διάβολος θέλει να χωρίζουνε τα ανδρόγυνα, όχι ο θεός (Sardelis) |
- folks. χωρίζει κ' έν' ~, μια μέρα ανταμωμένο (NPolitis) |
- poem ο γέρος είμαι ο Παρνασσός και η Λιάκουρα η λεβέντρα | κ' είμαι σαν ένα αντρόγενο, κ' είμαι σα δυο, σαν ταίρι (Palam)
[fr LMG αντρόγυνο (Erotokr.) ← MG ανδρόγυνον/αντρόγυνον ← PatrG, LK (1st or 2nd c. AD) ανδρόγυνον]
- married couple (syn ζευγάρι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρόγυνος s. ανδρόγυνος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρογυνοχωριστής [androyinoxoristís] ο,
- man causing a married couple to break up, home-breaker (syn αντροχωριστής)
[fr postmed (Somavera) ← MG ανδρογυνοχωριστής (Nomocanon, Sachlikis), cpd of ανδρόγυνον & χωριστής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρογυνοχωρίστρα [androyinoxorístra] η,
- woman causing a married couple to break up, female home-breaker (syn αντροχωρίστρα):
- ήρθε μια ~ και τον ξελόγιασε |
- poem καλώς σε βρήκα στο κατώφλι της, ~! (Kazantz Od 3. 1118)
[fr postmed (Somavera) αντρογυνοχωρίστρα, cpd w. χωρίστρα, f of χωριστής; cf αντροχωρίστρα]
- woman causing a married couple to break up, female home-breaker (syn αντροχωρίστρα):