Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντροσύνη [androsíni] η,
- manly spirit, manliness:
- το μουστάκι του .. σου παρουσίαζε ~ και ζεστασιά (Eftaliotis) |
- η φρόνηση και η ~ των εθνικιστών ανάκοψαν το δρόμο των ανταρτών (ChZalokostas) |
- poem του νιου η καρδιά φτεροκοπά, τα χείλια κλει ~ (FPolitis)
[fr K ← LK (before 1st c. AD)]
- manly spirit, manliness: