Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντροσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντροσύνη [androsíni] η,
  • manly spirit, manliness:
    • το μουστάκι του .. σου παρουσίαζε ~ και ζεστασιά (Eftaliotis) |
    • η φρόνηση και η ~ των εθνικιστών ανάκοψαν το δρόμο των ανταρτών (ChZalokostas) |
    • poem του νιου η καρδιά φτεροκοπά, τα χείλια κλει ~ (FPolitis)

[fr K ← LK (before 1st c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες