Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντρομίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντρομίδα [andromíDa] η, (& Epir, Petsalis αντραμίδα)
  • sheet of heavy woollen fabric used as a rug, blanket, cloak etc:
    • απαλή ~ |
    • στρώνω μιαν ~ |
    • η κασέλα με την ~ και τα φαντά |
    • έριξε μιαν ~ στη ράχη της |
    • τυλιγμένος σε μια ~ |
    • οι γυναίκες άπλωναν στους φράχτες τις αντραμίδες και τις φλοκάτες ν' αεριστούνε (Petsalis) |
    • poem .. σε στρώμα τον εξάπλωσαν, ψιλό σεντόνι ρίχνουν, | κι ακέριο από κορφής τον σκέπασαν, και μια ~ απάνω (Homer Il 18.353 Kaz-Kakr)

[fr LK (1st c. AD) ← AG ἐνδρομίς 'bath-wrapper; thick sheet worn by runners after the race']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες