Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρογυναίκα η [androjinéka] Ο25 : ψηλή και εύσωμη γυναίκα που έχει το παράστημα και την εμφάνιση άντρα και που συνήθ. συμπεριφέρεται και ενεργεί σαν άντρας.
[αντρο- + γυναίκα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρογυναίκα [androyinéka] η, (& ανδρογυναίκα)
- woman possessing also qualities of body and mind generally considered masculine, virago (syn αντρογύναικο 2):
- εξαγριωμένη ~ |
- ~ με πολύ θηλυκό ωστόσο πρόσωπο |
- αγαπά πολύ τις γυναίκες, αλλά τις θέλει γυναίκες, όχι ανδρογυναίκες (Gryparis) |
- από τη μια όψη της είναι η χειραφετημένη, η ~, το θηλυκό το μελλόμενο (Palam) |
- αυτές οι Pωμαίες ματρόνες, οι αντρογυναίκες, κρατάνε υπόδουλους τους γιους τους σ' όλη τους τη ζωή (Roufos) |
- poem και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες (Solom)
[cpd of άντρας & γυναίκα]
- woman possessing also qualities of body and mind generally considered masculine, virago (syn αντρογύναικο 2):