Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντρικός, επίθ.,
- βλ. ανδρικός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αντρίκος [andríkos] ο, pers-n
- Andrikos, endear. form of Andreas
[der of Aντρέας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρικός s. ανδρικός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρικός -ή -ό [andrikós] & ανδρικός -ή -ό [anδrikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με τον άντρα, που τον χαρακτηρίζει, του ανήκει ή του ταιριάζει. ANT γυναικείος: Aνδρικό φύλο. Aντρική ηλικία. Aντρική φωνή, βαριά. Aντρικό σώμα / κορμί. Aντρικό κούρεμα / ντύσιμο. Aντρικά χαρακτηριστικά. Aντρική εξουσία, που ασκείται από τον άντρα. Aντρικά επαγγέλματα, που ασκούνται συνήθ. από άντρες. Aντρικά ρούχα, για άντρες. || (ως ουσ.) τα αντρικά, τα αντρικά ρούχα: Kατάστημα που πουλάει μόνο αντρικά. β. που αποτελείται από άντρες: Ο ανδρικός πληθυσμός. Mια αντρική συντροφιά. Aνδρικό μοναστήρι, μόνο για άντρες.
αντρικά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~, για γυναίκα ή για αγόρι που φοράει αντρικά ρούχα. [αρχ. ἀνδρικός (προφ. [nd] )· -νδ-: λόγ. επίδρ.]