Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρειωμένος s. ανδρειωμένος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρειωμένος -η -ο [andrioménos] & ανδρειωμένος -η -ο [anδrioménos] Ε3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που τον χαρακτηρίζει η γενναιότητα και η μεγάλη σωματική δύναμη: Είχε πατέρα άρχοντα κι αδέλφια αντρειωμένα. || (ως ουσ.) ο αντρειωμένος: Tου αντρειωμένου τ΄ άρματα.
[μσν. αντρειωμένος μππ. του αντρειώνω < αντρεί(ος) -ώνω· -νδ-: λόγ. επίδρ.]