Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρειοσύνη η [andriosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειοσύνη < αντρεί(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρειοσύνη s. ανδρειοσύνη.