Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντραλώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντραλώνω [andralóno] aor αντράλωσα poet = αντραλεύω 2
:
  • poem και το πολύ κρασί σε αντράλωσε και της στεριάς θυμάσαι
  • (Kazantz Od 2.873):
    • κι αγάπη ξαφνικιά, συμπόνεση, περφάνεια αντράλωσέ τον (ib 12.87)

[der of αντράλα; cf αντραλεύω, αντραλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες